Δυο νουβέλες του Γκόγκολ (Gr)
Πώς ο Ιβάν Ιβάνοβιτς καυγάδισε με τον Ιβάν Νικίφοροβιτς
Κάποιο χαρακτηριστικό των ηρώων συνήθως προεξέχει και με καρικατουρίστικη διάθεση υπερβάλλεται, συχνά ανάγεται ως σήμα κατατεθέν τους. Η απεικόνιση της φύσης οικοδομείται με τη μια λεπτομέρεια «πάνω» στην άλλη, κατά τρόπον ώστε να πλάθεται ένα χαοτικό σύμπαν, παρ’ όλα αυτά αναγνωρίσιμο και αποδεκτό από τον αναγνώστη. Σ’ αυτήν την τοιχογραφία σημαντικό ρόλο διαδραματίζει το στοιχείο της περιγραφικής έκπληξης, δηλαδή της αποκάλυψης μιας επουσιώδους λεπτομέρειας που θα έλθει στο προσκήνιο για ν’ ανατρέψει την ισορροπία της σύνθεσης. Υπό αυτό το πρίσμα, ο Γκόγκολ υπήρξε μεγάλος εικονοκλάστης.
Ό,τι ισχύει για τα στοιχεία της φύσης ισχύει και για την ανθρώπινη φύση: μια λεπτομέρεια της αμφίεσης έρχεται να προστεθεί στη λεπτομερή απόδοση της χειρονομίας, της γαστριμαργικής υπερβολής, ενώ η γυμνότητα της ανθρώπινης σάρκας έρχεται να υπογραμμίσει την ευτέλεια των συνηθειών σε αντιδιαστολή προς την κοινωνική τάξη. Είναι οργιαστικός ο ρυθμός της σαρκαστικής συσσώρευσης αυτών των λεπτομερειών, χωρίς τις οποίες ο γκογκολικός ρεαλισμός δεν θα είχε υπόσταση. Πρόκειται για μια πρωτοποριακή και προκλητικά ασύμπτωτη με την εποχή του τεχνοτροπία, που ακόμη και σήμερα εκπλήσσει με την ευρηματικότητα και τη γλαφυρότητά της.
Η συλλογή Μίργκοροντ πήρε το όνομά της από την ομώνυμη μικρή επαρχιακή πόλη της ρωσικής επαρχίας Πολτάβ Σίνα, όπου γεννήθηκε και πέρασε τη νεότητά του ο Γκόγκολ. Δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 1835 σε δύο τόμους, εκ των οποίων καθένας περιείχε δύο τελείως διαφορετικές νουβέλες: Το νοικοκυριό μιας άλλης εποχής περιγράφει τη ζωή ενός ηλικιωμένου ζευγαριού χωρίς προσωπική ιστορία. Το Βου, μια φανταστική νουβέλα, παρουσιάζει την εμφάνιση μιας μάγισσας μπροστά σε τρεις σπουδαστές θεολογίας. Το Τάρας Μπούλμπα, που στη συλλογή αυτήν δημοσιεύτηκε στην πρώτη του εκδοχή, εξελίχθηκε σε μυθιστόρημα, η δράση του οποίου τοποθετείται στην εποχή των πολέμων μεταξύ Κοζάκων και Πολωνών. Στην τέταρτη νουβέλα της συλλογής, τον Καυγά των δύο Ιβάν, ο Γκόγκολ αφηγείται τη λογομαχία και αντιδικία ανάμεσα σε δυο ουκρανούς επαρχιώτες ευγενείς.
Πικρία για τη χυδαιότητα της ύπαρξης
«Είναι ένας καταθλιπτικός κόσμος, κύριοι!»
Στο επαρχιακό Μίργκοροντ οι γαιοκτήμονες έχουν «κοντά πόδια σαν μαξιλαράκια» και λυμένο το βιοποριστικό τους ζήτημα, ενώ ζητιάνοι ολόγυρα συμπληρώνουν το σκηνικό της ταξικής ανισότητας. Ο Ιβάν Ιβάνοβιτς και ο Ιβάν Νικίφοροβιτς ανήκουν στους πλουσίους ευπατρίδες του Μίργκοροντ. Είναι γείτονες και αχώριστοι φίλοι έως τη στιγμή που μια μικρότητα τους φέρνει σε λεκτική αντιπαράθεση και τους χωρίζει για πάντα. Ο χοντρόπετσος και ψευδοευσεβής Ιβάν Ιβάνοβιτς ονειρεύεται να αποκτήσει την καραμπίνα του γείτονά του και του προτείνει να την ανταλλάξει με μια χήνα. Ο Ιβάν Νικίφοροβιτς νοιώθει προσβεβλημένος και τον πετάει έξω από το σπίτι του. Ξεκινά μια δικαστική αντιπαράθεση, όπου εμπλέκονται και άλλοι χαρακτηριστικοί παράγοντες της επαρχιακής πόλης. Η παρωδία δίκης τελειώνει με την porca ex machinα, μια καφετιά γουρούνα που ανήκει στον Ιβάν Ιβάνοβιτς και κλέβει το έγγραφο της μήνυσης του Ιβάν Νικίφοροβιτς μέσα από την αίθουσα του δικαστηρίου. Ο Ιβάν Νικίφοροβιτς προσκαλείται σε μια συγκέντρωση που διοργανώνει ο επικεφαλής της Αστυνομίας, χωρίς να γνωρίζει ότι εκεί έχει προσκληθεί και ο Ιβάν Ιβάνοβιτς. Η προσπάθεια συμβιβασμού αποδεικνύεται μάταιη, ενώ ο αφηγητής επιστρέφει κάποια χρόνια αργότερα στο Μίργκοροντ και ξανασυναντά, τελείως εξουθενωμένους πλέον, τους δύο Ιβάν. Καθένας ξεχωριστά είναι πεπεισμένος για το δίκαιο της τοποθέτησής του. Ο αφηγητής κουνά θυμοσοφικά το κεφάλι λέγοντας: «Είναι ένας καταθλιπτικός κόσμος, κύριοι!» Είναι χαρακτηριστικό πως ο ίδιος ο Πούσκιν είχε πει για τον Γκόγκολ: «Κανένας ακόμη συγγραφέας δεν έχει αυτό το ταλέντο, να παρουσιάζει τόσο καθαρά τη χυδαιότητα της ζωής, να περιγράφει με τέτοια δύναμη την προστυχιά ενός πρόστυχου ανθρώπου, έτσι που όλο εκείνο το ασήμαντο που ξεφεύγει από το μάτι να περνάει ως μεγάλο στα μάτια ολωνών!»
Το Πορτραίτο ταξιδεύει από τη Ρώμη στην Αγία Πετρούπολη
Το θέμα απηχεί ενδοιασμούς που αντιμετώπισε ο ίδιος ο Γκόγκολ, όταν εκλήθη να υποβάλει τον εαυτό του σε συμβιβασμό, τόσο καλλιτεχνικό, όσο και συνειδησιακό.
To Πορτραίτο εμφανίστηκε στη συλλογή Αραβουργήματα και πρωτογράφτηκε στη Ρώμη το 1835, παράλληλα με την ολοκλήρωση του δεύτερου μέρους των Νεκρών Ψυχών (που αργότερα ο ίδιος ο Γκόγκολ κατέστρεψε, σε μια κρίση μανιοκαταθλιπτικής ψύχωσης). Αρχικά ήταν μια λογοτεχνική απόπειρα καθορισμού του νοήματος της Τέχνης και συστεγαζόταν με τα δοκίμια «Η γλυπτική, η αρχιτεκτονική, η ζωγραφική και η μουσική», «Περί της αρχιτεκτονικής» και «Η τελευταία μέρα της Πομπηίας». Η συγγραφή του διηγήματος για δεύτερη φορά και η δημοσίευσή του στο περιοδικό «Σύγχρονος άνθρωπος», το 1842, ήταν αποτέλεσμα των βίαιων μεταπτώσεων διάθεσης του Γκόγκολ. Από το αρχικό διήγημα, όπως γράφει ο ίδιος, διατήρησε μόνο τον καμβά, ενώ μετέφερε το σκηνικό στην Αγία Πετρούπολη του δέκατου ένατου αιώνα και φιλοτέχνησε την προσωπογραφία του αινιγματικού ζωγράφου Τσαρτκόφ, που με φαουστικό τρόπο συνάπτει συμφωνία με τον διάβολο χάριν της επιτυχίας και του πλουτισμού. Εκποιεί τα νεανικά οράματα για την τέχνη του. Ο Τσαρτκόφ αντικρύζει με οδύνη την υψηλής τέχνης σύνθεση του σύγχρονού του ζωγράφου Αλεξάντρ Ιβάνοφ «Η φανέρωση του Χριστού ενώπιον του λαού» και αναπτύσσει φθόνο, μεταμέλεια και συναισθήματα αυτοακύρωσης που τον οδηγούν στην καταστροφή. Ο ηθικοπλαστικός χαρακτήρας της νουβέλας ολοκληρώνεται στο δεύτερο μέρος (που από πολλούς χαρακτηρίστηκε περιττό), όπου ο αναγνώστης αντικρύζει το ηθικής τάξεως αυτό ζήτημα από την οπτική γωνία του ασυμβίβαστου, αλώβητου καλλιτέχνη. Το θέμα απηχεί ενδοιασμούς που αντιμετώπισε ο ίδιος ο Γκόγκολ, όταν εκλήθη να υποβάλει τον εαυτό του σε συμβιβασμό, τόσο καλλιτεχνικό, όσο και συνειδησιακό, έναντι της λογοκρισίας.
Ο καυγάς των δυο Ιβάν έχει τη φρεσκάδα της νεότητας και την αμεσότητα του ρηξικέλευθου δημιουργού, ενώ το Πορτραίτο, παρά την ενάργεια στη διαγραφή των ηρώων και τη συγκλονιστική απόδοση της ατμόσφαιρας της τσαρικής πρωτεύουσας, φλερτάρει διαρκώς με μια μορφή ιδεοληψίας. Ίσως θα’πρεπε το ελληνικό κοινό να έχει πλέον τη δυνατότητα να δει το σύνολο του έργου του μεγάλου συγγραφέα ώστε να κατανοήσει την καλλιτεχνική του πορεία. Οι δύο νουβέλες κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Ροές» σε αυτόνομα τομίδια της σειράς “microMEGA”. Αξίζει να επαινεθούν, τόσο οι εξαίρετες μεταφράσεις, όσο και τα κατατοπιστικά επίμετρα της Βιργινίας Γαλανοπούλου.
ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ