Δ. Ζακοντίνος (αντιπρόεδρος ΕΛΙΣΜΕ): Το γεωπολιτικό αίνιγμα της Ευρώπης (Gr)
Αναμφίβολα η Γερμανία αποτελεί τον κύριο πυλώνα της Ε.Ε. καθότι, είναι οικονομικά ισχυρή.
Η πολιτική που κατόρθωσε να επιβάλλει στους λοιπούς ευρωπαίους εταίρους την προβάλλει ως υπερασπιστής του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, (ΕΥΡΩ) παρά το γεγονός ότι από την εφαρμογή αυτής της πολιτικής δημιουργούνται δυσάρεστες καταστάσεις, απειλώντας πολλές φορές την κοινωνική ειρήνη σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες, ιδιαίτερα σε αυτές του Νότου.
Παράλληλα και ενώ έχει αναπτύξει σημαντική οικονομική συνεργασία με την Ρωσία, πρωτοστατεί στην επιβολή κυρώσεων εναντίον της λόγω του Ουκρανικού ζητήματος ενώ γνωρίζει την σημαντική εξάρτησή της από το Ρωσικό Φυσικό Αέριο, που τόσο χρειάζεται η οικονομία της αλλά και το γεγονός ότι σημαντικό μέρος των εξαγωγών της απορροφάται από τη Ρωσία.
Όμως μπορεί να αμφισβητείται πραγματικά η Ρωσία, όταν υπάρχει κίνδυνος να κλείσει την στρόφιγγα, που προμηθεύει αέριο όχι μόνο στη Γερμανία αλλά και σε πάρα πολλές Ευρωπαϊκές χώρες;
Οι ερμηνείες που μπορούν να δοθούν είναι πολλές ωστόσο αυτή η συμπεριφορά του Βερολίνου δείχνει ότι επιδιώκει με κάθε τρόπο, χρησιμοποιώντας ακόμη και την Ευρωπαϊκή Ένωση (π.χ. Τρίτο ενεργειακό πακέτο) να σταματήσει την εξάρτηση της Γερμανίας αλλά και της Ευρώπης από το Ρωσικό Φυσικό Αέριο, που όμως για να γίνει αυτό θα χρειασθεί να βρεθούν νέοι προμηθευτές, αλλά και να δημιουργηθούν οι κατάλληλες υποδομές.
Μια πρώτη σκέψη θα πήγαινε στην προοπτική εισαγωγών Φ.Α. από την βόρεια Αμερική αλλά αφ’ ενός η παραγωγή στις ΗΠΑ από τα σχιστολιθικά πετρώματα βρίσκεται σε αρχικό στάδιο με πολλά προβλήματα στην παραγωγή και μετά βίας καλύπτει έστω και μεγάλο μέρος της εσωτερικής ζήτησης, αφ’ ετέρου, η εισαγωγή Καναδικού Φ.Α. δεν είναι δυνατόν να υλοποιηθεί άμεσα, καθόσον θα πρέπει προηγουμένως να δημιουργηθούν οι κατάλληλες υποδομές για την μετατροπή του σε LNG (υγροποιημένο Φ.Α.) προκειμένου να μπορεί να μεταφερθεί στις ευρωπαϊκές αγορές, ενώ αν ληφθεί υπ’ όψη και η ανάγκη απόσβεσης των απαραίτητων επενδύσεων θα διεμορφώνετο μια τιμή που μάλλον θα το καθιστούσε ασύμφορο.
Τέλος είναι πολύ αμφίβολο εάν η Γερμανία θα επιθυμούσε να αντικαταστήσει την ενεργειακή εξάρτησή της από την Ρωσία με αυτήν των ΗΠΑ-Καναδά και μάλιστα με μεγαλύτερο κόστος, δημιουργώντας παράλληλα συνθήκες να αυξηθεί και η όποια επιρροή που ασκείται πάνω της σήμερα, από τα Υπερατλαντικά οικονομικά και Στρατηγικά συμφέροντα.
Σε δεύτερη σκέψη αναγκαστικά οδηγούμεθα στο ότι ο προσανατολισμός της πρέπει να στρέφεται προς ανατολάς δηλαδή:
1. προς την Μεσόγειο, που όπως δείχνουν τα πράγματα υπάρχουν σημαντικά αποθέματα υδρογοναθράκων.
Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν έχει φανεί κανένα επίσημο ενδιαφέρον μέχρι σήμερα για την συμμετοχή της σε μελλοντική εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της περιοχής, ήδη και εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης ασκεί καταλυτική επιρροή στη χώρα μας αλλά και στην Κύπρο.
Όσον αφορά στην Κύπρο, σύμφωνα με τον σύμβουλο επί γεωπολιτικών θεμάτων της ρωσικής κυβέρνησης Α. Ντούνκιν η χώρα πέρασε στον έλεγχο της Τρόικα λόγω της αδράνειας της Ρωσικής διπλωματίας κατόπιν μιας στρατηγικής αντεπιχείρησης της ατλαντικής πτέρυγας της Ρωσικής ελίτ, που συμβούλευσε τον Ρώσο πρόεδρο ΠΟΥΤΙΝ να μην αναμειχθεί στις Κυπριακές υποθέσεις και να μείνει μακριά από την Ελληνική πολιτική.
Ωστόσο η πολυπλοκότητα αυτής της γεωγραφικής περιοχής σε συνδυασμό με τις χαμηλές τιμές σήμερα, των υδρογονανθράκων μάλλον απαγορεύουν κάθε σκέψη για την οικονομική εκμετάλλευσή τους τουλάχιστον σε βραχύ ορίζοντα.
2. Στη Μέση Ανατολή
Εδώ θα μπορούσαμε να εικάσουμε ότι κύρια επιλογή της θα μπορούσε να αποτελέσει το ΙΡΑΝ όπου υπάρχει το 10% των παγκόσμιων αποθεμάτων του πετρελαίου καθώς και το 17% των παγκόσμιων αποθεμάτων Φ.Α..
Και τούτο γιατί η χώρα αυτή, μόλις βγαίνει από ένα καθεστώς 35ετούς αποκλεισμού και κυρώσεων που είχε επιβληθεί από διεθνείς δυνάμεις, πρωτοστατουσών των ΗΠΑ και του Η.Β., οι οποίες εάν θέλουν να εισέλθουν στην Ιρανική αγορά, θα πρέπει να καταβάλουν ιδιαίτερες προσπάθειες, ώστε να ξεπεραστεί η αμοιβαία καχυποψία και η παλιά έχθρα που εδράζεται και στην πολιτική των κυρώσεων και στις διαχρονικές παρεμβάσεις τους αλλά και στο αποικιοκρατικό παρελθόν τους.
Αντιθέτως η Γερμανία βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση, καθ’ όσον διατηρούσε για όλη αυτήν την περίοδο έστω και υποτονικά, μια οικονομική πολιτική εμπορικών συναλλαγών, που έχει όμως και βαθιές ρίζες που έρχονται από τον 19ο αιώνα.
Ωστόσο, σε καμμία περίπτωση δεν μπορεί κανείς να παραγνωρίσει τους βαθείς δεσμούς της Ρωσίας με το ΙΡΑΝ, δεσμοί που έχουν σφυρηλατηθεί από τον χρόνο και που εδράζονται στη διαχρονική υποστήριξή του από την Ρωσία παρά την ύπαρξη διεθνών κυρώσεων εναντίον του, πράγμα για το οποίο είχε κατηγορηθεί η Ρωσία πολλάκις στο παρελθόν.
Έτσι λοιπόν, με βάση τις ιδιαίτερες σχέσεις που υφίστανται μεταξύ των, οι δύο χώρες, τον Αύγουστο 2014 προχώρησαν στην υπογραφή μνημονίων εμπορικών συναλλαγών, που αφορούν περίοδο 5 ετών σηματοδοτώντας μια απότομη εντατικοποίηση της οικονομικής συνεργασίας τους.
Η συμφωνία αυτή θέτει τα θεμέλια για μία ολοκληρωμένη συνεργασία πολλών δις $ που αφορά στο εμπόριο, του πετρελαίου, του Φ.Α, των πετροχημικών αλλά και της δημιουργίας στο Ιράν εργοστασίου λιπασμάτων.
Βέβαια στο ερώτημα που προκύπτει, πώς η Ρωσία με τα τεράστια αποθέματα πετρελαίου, να προβαίνει σε μία τέτοια εμπορική συμφωνία που να αφορά τα κατ’ εξοχήν εξαγώγιμα προϊόντα της, η απάντηση που μπορεί να δοθεί, είναι μόνο μία, να επηρεάζει και να διοχετεύει την ποσότητα αυτή, σε αγορές της επιλογής της όχι μόνο διατηρώντας τες και μη επιτρέποντας την είσοδο σε νέους προμηθευτές, αλλά και ενισχύοντας την επιρροή της (ενδεχομένως να μην είναι άσχετη με αυτήν την συμφωνία η απόφαση των Σαουδαράβων να διαθέτουν το πετρέλαιό τους σε χαμηλές τιμές).
Τεκμαίρεται λοιπόν ότι σε προνομιακή θέση στην αγορά του Ιράν βρίσκεται η Ρωσία πράγμα που θέτει προς το παρόν τουλάχιστον τις Γερμανικές προσπάθειες σε δεύτερη μοίρα.
3. Ανατολική Ευρώπη, χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Η γεωγραφική θέση αλλά και η μορφολογία του εδάφους της Γερμανίας που χαρακτηρίζεται από την έλλειψη φυσικών εμποδίων στα σύνορά της, την κατέστησαν διαχρονικά ανασφαλή από την εποχή της ενοποίησής το 1871 και επιθυμώντας να δημιουργήσει συνθήκες στρατηγικής διασφάλισης των εδαφών της, επανειλημμένα στο παρελθόν είχε επιχειρήσει, καταπατώντας ακόμη και διακρατικές συμφωνίες, (Γερμανο-σοβιετικό σύμφωνο, άλλως Σύμφωνο Ρίμπετροπ-Μολότωφ) να αποκτήσει ζωτικό χώρο προς ανατολάς και ιδιαίτερα επί των Ουκρανικών εδαφών χωρίς να παραγνωρίζεται και η προσπάθεια απόκτησης πλουτοπαραγωγικών πηγών.
Αναμφίβολα η ενέργεια για την ένταξη της Ουκρανίας στην Ανατολική εταιρική σχέση στα πλαίσια της Ε.Ε. συμπλέει απόλυτα με τον στρατηγικό στόχο της να αποκτήσει καταλυτική επιρροή στη χώρα αυτή αποκτώντας παράλληλα και το εφαλτήριο για το μεγάλο άλμα της προς τον Καύκασο και τις χώρες της Ευρασίας.
Αν όμως αποτελεί Στρατηγική επιλογή της Γερμανίας η επέκταση προς ανατολάς, η Γερμανική ηγεσία θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τους στενούς δεσμούς της Ρωσίας και τα ζωτικά συμφέροντα που έχει με τις χώρες που αυτή συνορεύει, συμπεριλαμβανομένου και του Ιράν και που -όπως δείχνουν οι κινήσεις της- σε καμμία περίπτωση δεν πρόκειται να απεμπολήσει.
Όσον αφορά στην σημερινή κατάσταση, που επικρατεί στην Ουκρανία δεν θα πρέπει να αγνοείται και ο Πολωνικός παράγοντας, που σε συνεργασία με τις Βαλτικές χώρες κυρίως την Λιθουανία και με την προτροπή των Αγγλοσαξωνικών δυνάμεων που από την εποχή των κυβερνήσεων Μ. Θάτσερ και Ρ. Ρέηγκαν κατόρθωσαν να αποκτήσουν σημαντική επιρροή στις χώρες αυτές, προσπαθεί να επηρεάσει τις εξελίξεις στην περιοχή.
Ίσως κάποιοι να οραματίζονται την επανασύσταση του Μεγάλου Δουκάτου της Λιθουανίας το οποίο επεκτάθηκε ειρηνικά από τον 13ο αιώνα και που πέραν της Λιθουανίας περιελάμβανε εδάφη από την σημερινή Πολωνία, Λευκορωσία, Ρωσία, Ουκρανία.
Τέλος καταστράφηκε το 1795 και τα εδάφη του μοιράστηκαν μεταξύ της Ρωσίας, της Αυστρίας και της Πρωσίας.
Όσον αφορά στις επιλογές της Ουκρανικής κυβέρνησης για πολιτική και οικονομική σύμπλευση με την Ε.Ε. τα γεγονότα και η περίπλοκη κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μάλλον δεν θα της επιτρέψουν να επιλύσει το σύνθετο πρόβλημα του κράτους με συνέπεια η αστάθεια να συνεχιστεί για χρόνια και να αποτελεί σημείο τριβής μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας.
Όμως ανεξάρτητα από τις όποιες ανησυχίες της Γερμανίας ως προς την ασφάλειά της είναι διαπιστωμένο ότι η χώρα αυτή έχει την δυνατότητα μεταποιώντας πρώτες ύλες να παράγει, βιομηχανικά αλλά και άλλα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας αποτελεσματικά και συνεχώς, διοχετεύοντας, το μεγαλύτερο μέρος αυτής της παραγωγής εκτός από τις χώρες της Ε.Ε. σε όλη την υδρόγειο σχεδόν, που ουσιαστικά συνετέλεσε στην επίτευξη ενός υψηλού βιοτικού και πολιτιστικού επιπέδου για τους κατοίκους της χώρας αυτής.
Με βάση τα παραπάνω πρώτιστο καθήκον αλλά και στρατηγική επιλογή των Γερμανικών κυβερνήσεων αποτελεί η διατήρηση αλλά και η αύξηση του επιπέδου των εξαγωγών και αυτό τις αναγκάζει να δημιουργούν συνθήκες διατήρησης της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων τους περιλαμβανομένης και της πολιτικής λιτότητας (agenda 2010, που αποτελεί από το έτος 2000 συμφωνία κυβέρνησης-συνδικάτων για πάγωμα των μισθών), ώστε να είναι σε θέση να διατηρούν σε αυξητική τάση το ΑΕΠ της χώρας, να μην αντιμετωπίζουν σοβαρά δημοσιονομικά ελλείμματα, να διατηρείται σταθερό το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων, να αντιμετωπίζουν την ανεργία αλλά και το ενδεχόμενο των κοινωνικών αναταραχών.
Όμως η διατήρηση σε υψηλό επίπεδο των εξαγωγών πέρα από το πρόβλημα των υδρογονανθράκων και την απεξάρτησή της απο την προμηθεύτρια Ρωσία, εξαρτάται και από πρώτες ύλες που η Γερμανία δεν διαθέτει και για την κατανόηση του προβλήματος, αναφέρουμε ότι σύμφωνα με μια μελέτη παρελθόντων ετών που παρήγγειλε η Γερμανική κυβέρνηση και χαρακτηρίστηκε άκρως απόρρητη, τονίζεται, ότι αν η χώρα αντιμετωπίσει δυσκολίες στην εισαγωγή 5 μεταλλευμάτων που προέρχονται κυρίως από την Αφρική του νοτίου ημισφαιρίου, τότε εκατομμύρια εργαζόμενοι στους τομείς της μεταλλουργίας, του αυτοκινήτου, της αεροναυπηγικής και της ναυπηγικής θα χάσουν την δουλειά τους. (πρόκειται για το χρώμιο, το μολυβδαίνιο, το βανάδιο, τον αμίαντο, και το μαγγάνιο.)
Η Γερμανική ηγεσία σταθμίζοντας τις ανάγκες τις χώρας και τους κινδύνους, που απορρέουν από τυχόν μελλοντική έλλειψη των πρώτων υλών, πράγμα που ενδεχομένως να απειλήσει ακόμα και την ύπαρξη της, προχωρά διαχρονικά με μέθοδο, την εξάλειψη αυτής της απειλής και αφού μέσω του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, κατόρθωσε να προωθήσει τα συμφέροντά της και να επιβάλει την οικονομική της πολιτική στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προσπαθεί να βρει τον τρόπο ώστε να εδραιώσει την παρουσία της αλλά και τα συμφέροντά της στους πόρους της Μ. Ανατολής, της Αφρικής αλλά και της Μεσογείου.
Όμως δεν θα πρέπει να διαλάθει της προσοχής της Γερμανικής ηγεσίας ότι στην σημερινή Μ. Ανατολή υφίστανται κυρίαρχες σχέσεις μεταξύ ΡΩΣΙΑΣ-ΙΡΑΝ, ΣΥΡΙΑΣ και άλλων χωρών της Μ.Ανατολής με τις οποίες συναλλάσσεται εμπορικά. Επίσης κυρίαρχες σχέσεις υπάρχουν και μεταξύ χωρών της περιοχής με ΗΠΑ-ΗΒ που διατηρούν έντονο γεωπολιτικό ενδιαφέρον για τον ευρύτερο χώρο και ιδιαίτερα για την Αφρική, όπου «μαίνεται ο πόλεμος» με τα Κινεζικά συμφέροντα.
Κατά συνέπεια ένα εγχείρημα για την απόκτηση δεσπόζουσας επιρροής σε περιοχές, που θα διασφάλιζε με διαφορετικό καθεστώς από το σημερινό, τα συμφέροντά της, θα έχει ανυπέρβλητες δυσκολίες υλοποίησης, ιδιαίτερα τώρα που η Ριζοσπαστική Ισλαμική απειλή έχει ισχυρά ερείσματα από το Αφγανιστάν μέχρι την Λιβύη επεκτεινόμενη και σε πολλές χώρες της Αφρικής.
Επίσης ένα ιδιαίτερο στοιχείο που πρέπει να προσεχθεί είναι ότι οι ισχυρές δυτικές δυνάμεις ΗΠΑ-Η.Β. δεν δείχνουν ιδιαίτερη προθυμία να αντιμετωπίσουν τους ριζοσπάστες ισλαμιστές εκτός και εάν μία στρατιωτικοποιημένη Ευρωπαϊκή Ένωση αποφασίσει στο μέλλον να εμπλακεί, εφόσον βέβαια αποκτήσει και τις ανάλογες δυνατότητες.
Με βάση τα παραπάνω και προσπαθώντας να δώσουμε μια απάντηση στο ευρωπαϊκό αίνιγμα θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στο ότι οι τεταμένες σχέσεις ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Γερμανία, με τη Ρωσία, είναι προϊόν μιας εξωτερικής πολιτικής που ανεξάρτητα από που σχεδιάζεται, διαταράσσει τις ισορροπίες των τελευταίων 70 ετών.
Η πολιτική αυτή μάλλον εδράζεται στις επιδιώξεις της Γερμανίας να επιχειρεί σε περιοχές όπου βρίσκεται αντιμέτωπη πρωτίστως με τα Ρωσικά συμφέροντα και λιγότερο με τα Αγγλοαμερικανικά και βρίσκει προς το παρόν, κύριο πεδίο δράσης στις πεδιάδες της Ουκρανίας, όπου σήμερα παίζεται, με πολλούς παίκτες, το γεωπολιτικό παιχνίδι, με μοναδικό ίσως έπαθλο, την κυριότητα των μεγάλης χωρητικότητας ουκρανικών αγωγών διαμετακόμισης Φ.Α. μια και κάτω από τις επικρατούσες διεθνώς συνθήκες είναι πολύ δύσκολο να περιθωριοποιηθεί μεσοπρόθεμα τουλάχιστον, το ρωσικό Φ.Α. από τις Ευρωπαϊκές οικονομίες.
Τέλος δεν πρέπει να μας διαφεύγει, ότι αναγκαστικά παραμένει στρατηγική επιλογή των Γερμανικών κυβερνήσεων η συνέχιση των εξαγωγών προς τις χώρες της Ε. Ε. που αποτελούν τον κύριο αποδέκτη των γερμανικών προϊόντων, πράγμα όμως, που θα πρέπει προηγουμένως να έχει υπάρξει αλλαγή στην υφιστάμενη πολιτική της λιτότητας, που άλλωστε με τα σημερινά δεδομένα έχει διαφορετική αφετηρία και επιπτώσεις για κάθε χώρα της Ε.Ε. καθώς επίσης θα πρέπει να αποτελεί και κύριο μέλημα των Γερμανικών κυβερνήσεων η αποφυγή μιας στρατιωτικής αναμέτρησης γύρω από τα σύνορά της, που βέβαια με τα σημερινά δεδομένα θα ήταν ολέθριο αν προκληθεί.
Άρθρο του Δημήτρη Α. Ζακοντίνου
Οικονομολόγου, αντιπροέδρου του ΕΛΙΣΜΕ (Eλληνικό Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών)