Η ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ (1686) ΚΑΙ Η ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ

Βλασίου Ι.Φειδᾶ Ὁμ. Καθηγητοῦ Πανεπ. Ἀθηνῶν Ἡ ἀπόφαση τῆς Ἱ. Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας γιά τή διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο προβάλλει ὡς ἕνα πλασματικό ἔρεισμα τήν αὐθαίρετη ἑρμηνεία τῶν ἐπισήμων κειμένων περί τῆς Συνοδικῆς Πράξεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Διονυσίου Δ’ (1686), τήν ὁποία ἑρμηνεύουν ἀκρἰτως μέ τήν ἐσφαλμένη μέθοδο τῆς «λήψεως τοῦ ζητουμένου» (petitio principii), γιά νά ὑποστηρίξουν προφανῶς τήν ἐπιθυμητή πρόταση, ἤτοι ὅτι δῆθεν ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Δ’ μέ τή Συνοδική Πράξη του ὑπήγαγε πλήρως καί ὁριστικῶς τήν Μητρόπολη Κιέβου τῆς Οὐκρανίας στήν κανονική δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας. Βεβαίως, τό Πατριαρχεῖο Μόσχας γνωρίζει καλῶς ὅτι τό «ζητούμενον» δέν ἔχει ὁποιοδήποτε ἔρεισμα τόσο στή συγκεκριμένη Συνοδική Πράξη, ὅσο καί στίς σχετικές Ἐπιστολές τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη πρός τούς τσάρους Ἰβάν καί Πέτρο, πρός τόν Πατριάρχη Μόσχας Ἰωακείμ (1674-90), πρός τόν Ἐτμάνο τῶν Κοζάκων τῆς Κριμαίας Σαμοΐλοβιτς, πρός τήν Ἱεραρχία καί τόν ἱερό Κλῆρο καί πρός τόν λαό τῆς Οὐκρανίας. Ἄλλωστε, γνωρίζει ἐπίσης καλῶς ὅτι μέχρι τό 1686 ὁ μητροπολίτης Κιέβου καί πάσης Ρωσσίας, μέ τήν ἀχανῆ δικαιοδοσία στή Λιθουανία, τή Λευκορωσσία καί τήν Οὐκρανία, ὑπαγόταν ὡς «Πατριαρχική Ἐξαρχία» στήν ἄμεση καί πλήρη κανονική δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (Β. Ι. Φειδᾶ, Ἐκκλ. Ἱστορία, ΙΙΙ, 613-614). Πράγματι, ἡ κανονική δικαιοδοσία τοῦ Πατριάρχη Μόσχας περιοριζόταν ρητῶς μόνο στά ἐδαφικά ὅρια τοῦ «Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας καί τῶν ὑπερβορείων μερῶν» καί ὄχι βεβαίως στίς νοτίως τοῦ Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας χῶρες, ἤτοι στήν Οὐκρανία ἤ Μικρή Ρωσσία. Ὡστόσο, μέ τήν ἐπέκταση τῆς κυριαρχίας τοῦ Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας προσαρτήθηκαν στήν κυριαρχία του οἱ ἀνατολικές ἐπαρχίες τόσο τῆς Λευκορωσσίας, ὅσο καί τῆς Οὐκρανίας. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ὁ τσάρος Μ. Πέτρος ἀνταποκρίθηκε στό ἐπίμονο αἴτημα τοῦ Πατριάρχη Μόσχας Ἰωακείμ (1674-90) νά ζητήση ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη τήν ὑπαγωγή καί στήν ἐκκλησιαστική του δικαιοδοσία τῶν προσαρτηθεισῶν στή κυριαρχία τοῦ Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας ἀνατολικῶν ἐπαρχιῶν τῆς Οὐκρανίας. Βεβαίως, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἀπέρριψε τό αἴτημα τοῦ τσάρου καί μέ Συνοδική Πράξη (1686) παραχώρησε κατ’ οἰκονομίαν στόν Πατριάρχη Μόσχας μόνο «τήν ἄδειαν» νά χειροτονῆ ἤ νά ἐνθρονίζη τόν ἐκλεγμένο ἀπό τήν Κληρικολαϊκή συνέλευση τῆς Μητροπόλεως Κιέβου ὑποψήφιο Μητροπολίτη Κιέβου, ὑπό τόν ἀπόλυτο ὅμως καί ἀπαραιτητο ὅρο, ὅτι ὁ Μητροπολίτης Κιέβου θά μνημονεύη σέ κάθε θεία Λειτουργία τό ὄνομα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη, ἤτοι παρέμεινε πάντοτε ὡς «ἔξαρχος» στήν κανονική δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Πράγματι, ἡ Συνοδική Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Διονυσίου Δ’ (1686), ἡ ὁποία κοινοποιήθηκε μέ σχετικές Ἐπιστολές στούς τσάρους Ἰβάν καί Πέτρο, στόν πατριάρχη Μόσχας Ἰωακείμ, στόν Ἒτμάνο τῶν Κοζάκων Σαμοΐλοβιτς, στήν Ἱεραρχία καί τόν ἱ. Κλῆρο καί στόν λαό τῆς Μητροπόλεως Κιέβου, ὅριζε μέ ἐντυπωσιακή σαφήνεια τά ἀκόλουθα: «Ὁ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ἀγαπητός καί περιπόθητος ἀδελφός καί συλλειτουργός τῆς ἡμῶν μετριότητος (=πατριάρχης Μόσχας) ἔχῃ ἐπ’ ἀδείας χειροτονεῖν Κιέβου Μητροπολίτην κατά την ἐκκλησιαστικήν διατύπωσιν,... ἑνός μόνου φυλαττομένου, δηλαδή ἡνίκα ὁ Μητροπολίτης Κιέβου ἱερουργῶν εἴη τήν ἀναίμακτον θείαν μυσταγωγίαν ἐν τῇ παροικίᾳ ταύτῃ, μνημονεύοι ἐν πρώτοις τοῦ σεβασμίου ὀνόματος τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ὡς ὄντος πηγή καί ἀρχή, ὑπερκειμένου πάντων τῶν πανταχοῦ παροικιῶν τε καί ἐπαρχιῶν, ἔπειτα τοῦ Πατριάρχου Μοσκοβίας...». Εἶναι λοιπόν αὐτονόητο, κατά τήν ὁμόφωνη κανονική παράδοση, ὅτι τόσο ἡ «ἐπ’ ἀδείας» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη κατ’οἰκονομίαν χειροτονία ἤ ἐνθρόνιση ἀπό τόν Πατριάρχη Μόσχας τοῦ ἐκλεγομένου ἀπό τήν Κληρικολαϊκή συνέλευση τῆς Μητροπόλεως Κιέβου μητροπολίτη, μετά τήν προσάρτηση τῶν ἀνατολικῶν ἐπαρχιῶν τῆς Οὐκρανίας καί τῆς Λευκορωσσίας στήν κυριαρχία τοῦ «Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας καί τῶν ὑπερβορείων μερῶν», ὅσο καί ἡ ἀπαραίτητη κανονική ὑποχρέωση τοῦ ἑκάστοτε Μητροπολίτη Κιέβου νά μνημονεύη πάντοτε στό «ἐν πρώτοις…» τοῦ «σεβασμίου ὀνόματος» τοῦ ἑκάστοτε Οἰκουμενικοῦ πατριάρχη, ἐπιβεβαιώνουν πλήρως, παρά τά ἀντιθέτως καί θορυβωδῶς προβαλλόμενα πλασματικά καί ἀβάσιμα ἐπιχειρήματα, τή διατήρηση ἀπαραβίαστης τῆς ἐξαρχικῆς δικαιοδοσίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στή Μητρόπολη Κιέβου, ἀφοῦ ἡ κατ’ οἰκονομίαν γενομένη παραχώρηση στόν Πατριάρχη Μόσχας ἴσχυε μέχρι τήν πιθανή ἀνάκλησή της. Συνεπῶς, μέ τή συγκεκριμένη Συνοδική Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (1686) ὄχι μόνο δέν παραχωρήθηκαν πλήρως ἤ ὁριστικῶς στή δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας οἱ ἀνατολικές ἐπαρχίες τῆς Οὐκρανίας καί τῆς Λευκορωσσίας, ὅπως ἰσχυρίζονται ἀκρίτως οἱ θεολογικοί σύμβουλοι τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἀλλ’ἀντιθέτως διακηρύχθηκε τό ἀπαραβίαστο τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου σέ ὁλόκληρη τήν ἔκταση τῆς Μητροπόλεως τοῦ Κιέβου. Ἡ διαπίστωση αὐτή πλήρως θεμελιωμένη στίς σχετικές Ἐπιστολές τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Διονυσίου Δ’ πρός τόν προστάτη τῆς Μητροπόλεως Κιέβου Ἐτμάνο τῶν Κοζάκων τῆς Κριμαίας Σαμοΐλοβιτς, πρός τήν Ἱεραρχία καί τόν ἱ. Κλήρο καί πρός τόν εὐλαβῆ λαό τῆς Μητροπόλεως Κιέβου, ἀφοῦ ἐπιβεβαιώνουν ρητῶς τό κανονικό καθεστώς τῆς Μητροπόλεως Κιέβου ὡς «ἐξαρχίας» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στή συγκεκριμένη Συνοδική Πράξη. Ἡ κοινή αὐτή διαπίστωση ἐξηγεῖ τή μετάθεση τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱ. Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας γιά τή διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο σέ ἄσχετα πρός τό κύριο θέμα τῆς Αὐτοκεφαλίας κανονικά ζητήματα, ὅπως λ.χ. μέ τίς ἄβάσιμες καί ἄκριτες, ὅπως θα δοῦμε, ἀμφισβητήσεις τοῦ κανονικοῦ δικαιώματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νά δέχεται τό Ἔκκλητον ἀπό ἄλλα Πατριαρχεῖα ἤ ἄν ἔχη τό κανονικό δικαίωμα κατά τήν ἐφαρμογή τοῦ Ἐκκλήτου νά δεχθῆ σέ κοινωνία καταδικασθέντες σχισματικούς ἀπό ἄλλα Πατριαρχεῖα ἤ αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Βεβαίως, ἡ Ἱ. Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας, πρίν λάβη τήν ἀπόφαση αὐτή μέ ἀβάσιμα καί πλασματικά ἐπιχειρήματα, θά ἔπρεπε νά λάβη ὑπ’ὄψη της τουλάχιστον τόν Τόμον, τῶν Πατριαρχῶν τῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς (1663), ὁ ὁποῖος, ὅπως θα δοῦμε, ζητήθηκε ἀπό τόν τσάρο γιά τήν κρίση τοῦ Πατριάρχη Μόσχας Νίκωνα καί περιέχει τήν ὁμόφωνη καί σαφῆ Ἀπόκρισιν τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τόσο γιά τό Ἔκκλητον στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὅσο καί γιά τά ὅρια τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας του ὡς πρός τήν ἀποδοχή ἤ τήν ἀπόρριψη τῆς ἐκκλήτου προσφυγῆς. Συνεπῶς, τό καίριο ζήτημα στή συγκεκριμένη ἐκκλησιαστική διαφωνία εἶναι ἡ ἀπάντηση στό κρίσιμο ἐρώτημα, ἄν οἱ ἀνατολικές ἐπαρχίες τῆς Οὐκρανίας καί τῆς Λευκορωσσίας, οἱ ὁποῖες ἐντάχθηκαν στήν κυριαρχία τοῦ Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας, περιῆλθαν ὁριστικῶς ἤ ὄχι στήν πλήρη δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας μέ τή συγκεκριμένη Συνοδική Πράξη τοῦ 1686. Ἡ ἀπάντηση εἶναι σαφῶς ἀρνητική ἀπό τήν ἴδια τή Συνοδική Πράξη, ἡ ὁποία παρέχει κατ’ οἰκονομίαν ἁπλῶς καί μόνο «τήν ἄδειαν» νά χειροτονῆ ἤ νά ἐνθρονίζη ὁ Πατριάρχης Μόσχας τόν ἐκλεγόμενο ἀπό τήν Κληρικολαϊκή συνέλευση τῆς Μητροπόλεως Κιέβου ὑποψήφιο, ὑπό τόν ἀπαραίτητο ὅμως ὅρο, ὅτι ὁ χειροτονούμενος ἀπό τόν Πατριάρχη Μόσχας Μητροπολίτης Κιέβου θά μνημονεύη πάντοτε καί ἀπαραιτήτως στό «ἐν πρώτοις…» τοῦ «σεβασμίου ὀνόματος» τοῦ ἑκάστοτε Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη, πρός συνεχῆ βεβαίωση τῆς ἐξαρτήσεώς του ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Α’. ΤΟ ΚΥΡΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΠΡΑΞΕΩΣ Εἶναι λοιπόν προφανές τόσο ἀπό τό Ἀνακοινωθέν τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱ. Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ὅσο καί ἀπό τά προβαλλόμενα ὡς δῆθεν κανονικά σχόλια τῶν θεολογικῶν συμβούλων του, τά ὁποῖα συνάπτονται στήν Ἐγκύκλια Ἐπιστολή τοῦ Πατριάρχη Μόσχας πρός ὅλους τούς Προκαθημένους τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὅτι τά προβαλλόμενα ἐπιχειρήματα ὡς πρός τήν ἀμφισβήτηση τοῦ κανονικοῦ δικαιώματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νά κινήση τή διαδικασία γιά τήν ἀνακήρυξη τοῦ Αὐτοκεφάλου τῆς δοκιμαζομένης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας εἶναι ὄχι μόνο παντελῶς ἀβάσιμα, ἀλλά καί προφανῶς πλασματικά, ἀφοῦ τά ἑρμηνεύουν ἐσφαλμένως καί τά προβάλλουν ἀφελῶς, μέ τήν προκλητική μάλιστα μέθοδο «τῆς λήψεως τοῦ ζητουμένου», ἤτοι ὡς πρός: α’. Τό κῦρος τῆς Συνοδικῆς ἀποφάσεως. Οἱ θεολογικοί σύμβουλοι τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ὑποστηρίζουν, ὅτι δῆθεν ἡ Συνοδική ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Διονυσίου Δ’ νά παραχωρήση κατ’οἰκονομίαν στόν Πατριάρχη Μόσχας Ἰωακείμ (1674-90) «τήν ἄδειαν» νά χειροτονῆ ἤ νά ἐνθρονίζη τόν ἐκλεγόμενο ἀπό τήν Κληρικολαϊκή συνέλευση τῆς Μητροπόλεως Κιέβου Μητροπολίτη δηλώνει δῆθεν τήν ὁριστική καί πλήρη παραχώρηση τῆς Μητροπόλεως Κιέβου στή δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, καίτοι ἔγινε ὑπό τόν ρητό, κατηγορηματικό καί σαφῶς ἀπαραίτητο ὅρο, ὅτι ὁ ἑκάστοτε Μητροπολίτης Κιέβου θά μνημονεύη πάντοτε καί σέ κάθε θεία Λειτουργία «τοῦ σεβασμίου ὀνόματος» τοῦ ἑκάστοτε Οἰκουμενικοῦ πατριάρχη (1686). Εἶναι ὅμως ἐπίσης πολύ σημαντικό, ὅτι καί ἡ κατ’οἰκονομίαν δοθείσα «ἄδεια» στόν Πατριάρχη Μόσχας νά χειροτονῆ ἤ νά ἐνθρονίζη τόν Μητροπολίτη Κιέβου προκάλεσε τίς ὀξύτατες ἀντιδράσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Μητροπόλεως Κιέβου, γι’ αὐτό οἱ ἐκλεγόμενοι μητροπολίτες δέν μετέβαιναν στή Μόσχα γιά τήν χειροτονία τους καί δέν συμμετεῖχαν στή Σύνοδο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας. Ὡστόσο, τό «Ἀνακοινωθέν» τῆς Ἱ. Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ὅπως καί τά ἐκτενῆ σχόλια τῶν θολογικῶν του συμβούλων στήν Ἐγκύκλια Ἐπιστολή τοῦ Πατριάρχη Μόσχας πρός τούς Προκαθημένους τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἑρμηνεύουν αὐθαιρέτως καί ἐσφαλμένως ἐξ ἀγνοίας ἤ σκοπίμως τόσο «τήν ἄδειαν» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη στόν Πατριάρχη Μόσχας νά χειροτονῆ ἤ νά ἐνθρονίζη τόν Μητροπολίτη Κιέβου, ὅσο καί τό ἀπαραίτητο κανονικό «Μνημόσυνον» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη ἀπό τούς μητροπολίτες Κιέβου. Ὡστόσο, ὑποστηρίζουν ἕνα ἐπιθυμητό, πλασματικό καί παντελῶς ἀβάσιμο συμπέρασμα, ἤτοι ὅτι δῆθεν «ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης παρέδωσε πλήρως καί ὁριστικῶς τήν Μητρόπολη Κιέβου στήν κανονική δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας καί ὅτι δῆθεν μετά τό 1686 Μητέρα Ἐκκλησία τῆς Μητροπόλεως Κιέβου κατέστη τό Πατριαρχεῖο Μόσχας», στή δικαιοδοσία τοῦ ὁποίου ἐντάχθηκε δῆθεν ὁριστικῶς ἡ Μητρόπολη Κιέβου, μέ τήν ὑποτιθέμενη δῆθεν συναίνεση καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Προφανῶς, οἱ θεολογικοί σύμβουλοι τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἀγνοοῦν πλήρως ἤ ἐπιθυμοῦν νά ἀγνοοῦν σκοπίμως τό ἐκκλησιολογικό βάθος τοῦ κανονικοῦ θεσμοῦ τοῦ «Μνημοσύνου» ὄχι μόνο γιά τή σαφῆ καί ὁριστική κανονική περιγραφή ὅλων τῶν ἐκκλησιαστικῶν δικαιοδοσιῶν πρός ἀποφυγήν ἀνεπιθυμήτων καί ὁπωσδήποτε ἐπικινδύνων γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας δικαιοδοσιακῶν συγχύσεων, ἀλλά καί γιά τήν ἴδια τήν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στήν κοινωνία τῆς πίστεως καί στόν σύνδεσμο τῆς ἀγάπης. Πράγματι, τό «Μνημόσυνον» καθιερώθηκε ὡς ἕνα ἀπολύτως ἀναγκαῖο καί ὁπωσδήποτε ἀπαραίτητο κανονικό κριτήριο γιά ὅλες τίς αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τόσο γιά τόν ὁρισμό τῶν κανονικῶν ἐδαφικῶν ὁρίων τῆς ἐκκλησιαστικῆς τους δικαιοδοσιακῆς ταυτότητας καί τῆς ὅλης ἐσωτερικῆς λειτουργίας κάθε αὐτοκέφαλης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅσο καί γιά τή βεβαίωση τῆς ἑνότητας καί τῆς κοινωνίας της μέ ὅλες τίς ἄλλες αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Συνεπῶς, ἡ ἀδιάλλακτη ἀξίωση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νά διαφυλαχθῆ ἀπαραβίαστο τό κανονικό δικαίωμα τῆς Μητρός Ἐκκλησίας γιά τό «Μνημόσυνον» τοῦ «σεβασμίου ὀνόματος» τοῦ ἑκάστοτε Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη ἀπό τόν ἑκάστοτε Μητροπολίτη Κιέβου σέ κάθε θεία Λειτουργία ἦταν μία αὐτονόητη καί ὁπωσδήποτε ἀπαραίτητη, ἀφ’ἑνός μέν γιατί δηλώνει σαφῶς τή διατήρηση τῆς πλήρους κανονικῆς δικαιοδοσίας του στή Μητρόπολη Κιέβου, ἡ ὁποία ἐκφράζεται καί μέ τό κανονικό δικαίωμα παραχωρήσεως στόν Πατριάρχη Μόσχας «τῆς ἀδείας» νά χειροτονῆ ἤ νά ἐνθρονίζη κατ’ οἰκονομίαν μόνο τόν ἐκλεγόμενο Μητροπολίτη ἀπό τήν Κληρικολαϊκή συνέλευση τῆς Μητροπόλεως Κιέβου, λόγω τῆς προσαρτήσεως μόνο τῶν ἀνατολικῶν ἐπαρχιῶν τῆς Οὐκρανίας καί τῆς Λευκορωσσίας στήν κυριαρχία τοῦ Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας. Ἀντιθέτως, οἱ θεολογικοί σύμβουλοι τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ὑποστηρίζουν ἀφελῶς ἤ σκοπίμως, ὅτι δῆθεν ὁ τεθείς ἀπαραίτητος ὅρος τῆς «μνημονεύσεως» τοῦ «σεβασμίου ὀνόματος» τοῦ ἑκάστοτε Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου γιά τή συμβατική παραχώρηση «τῆς ἀδείας» στόν Πατριάρχη Μόσχας νά χειροτονῆ ἤ νά ἐνθρονίζη κατ’ οἰκονομίαν τόν Μητροπολίτη Κιέβου, καλύφθηκε δῆθεν μέ τό ἄσχετο πρός τό συγκεκριμένο θέμα κανονικό «Μνημόσυνον» στίς Πατριαρχικές θεῖες Λειτουργίες τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν τῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς. Προφανῶς, τό πλασματικό αὐτό ἐπιχείρημα προβλήθηκε γιά νά ἀποσυνδέσουν αὐθαιρέτως στό «ἐν πρώτοις…» τό ἀποκλειστικό «Μνημόσυνον» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη ἀπό τήν κανονική δικαιοδοσία του στή Μητρόπολη Κιέβου, γιατί γνωρίζουν καλῶς ὅτι ἡ «μνημόνευση» δηλώνει σαφῶς τήν κανονική του δικαιοδοσία. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, προέβαλαν ἀφελῶς τόν ἐπίσης πλασματικό καί παντελῶς ἀβάσιμο συλλογισμό, ὅτι δῆθεν «τό αἴτημα τοῦ Πατριάρχη Διονυσίου Δ’ νά μνημονεύεται ὁ Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τόν Μητροπολίτη Κιέβου κατά τίς θεῖες Ἀκολουθίες, στά πλαίσια τῆς ρωσσικῆς παραδόσεως, ἦταν ἀδύνατον νά δηλώνη τήν ἀποδοχή τῆς ἱεραρχικῆς σχέσεως τοῦ Κιέβου μέ τήν Κωνσταντινούπολη, ἐφ’ὅσον μετά τή μεταρρύθμιση τοῦ Νίκωνα οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς ἐμνημονεύοντο σέ κάθε ναό». Ἡ ἐπίκληση ὅμως ἀπό τούς θεολογικούς συμβούλους τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας τοῦ γενικοῦ κανονικοῦ «Μνημοσύνου» τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν τῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς στίς Πατριαρχικές θεῖες Λειτουργίες εἶναι παντελῶς ἄσχετη πρός τό συγκεκριμένο ζήτημα. Ἄλλωστε, τό «Μνημόσυνον» τῶν τεσσάρων Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν ἀναφέρεται μόνο στίς ἀναγκαῖες ἀμοιβαῖες κανονικές σχέσεις τῶν Προκαθημένων τῶν ὁμοταγῶν Πατριαρχικῶν θρόνων καί τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἐνῶ τό «Μνημόσυνον» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη στή Συνοδική Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Διονυσίου Δ’ (1686) ἀναφέρεται ρητῶς στήν ἐσωτερική λειτουργία τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου. Βεβαίως, τό «Μνημόσυνον» τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν δέν ἀναφέρεται καί στήν καθιερωμένη εἰδικότερη ἐσωτερική δικαιοδοσιακή ἀναφορά τοῦ Μνημοσύνου μιᾶς αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἤτοι στή σχέση της μέ τήν πραγματική Μητέρα Ἐκκλησία, ὅπως στήν περίπτωση τῆς Μητροπόλεως Κιέβου, ἡ ὁποία ταυτίζεται πλήρως καί ἀδιαμφισβητήτως μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Εἶναι λοιπόν εὐνόητο ὅτι ἡ παντελῶς ἀβάσιμη καί σαφῶς πλασματική προβολή τῆς ἀξιώσεως τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας νά χαρακτηρισθῆ ὡς Μητέρα Ἐκκλησία τῆς Μητροπόλεως Κιέβου, μέ μόνο μάλιστα ἔρεισμα τήν ἐπέκταση τῆς κυριαρχίας τοῦ Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας σέ ὁρισμένες μόνο ἐπαρχίες τῆς Λευκῆς καί τῆς Μικρῆς Ρωσσίας, ἀφοῦ οἱ ἐπαρχίες αὐτές ἀνῆκαν στή Μητρόπολη Κιέβου τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ἡ παραχώρηση ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη στόν Πατριάρχη Μόσχας «τῆς ἀδείας» νά χειροτονῆ ἤ νά ἐνθρονίζη τόν Μητροπολίτη Κιἐβου κατ’οἰκονομίαν καί ὑπό συγκεκριμένους κανονικούς ὅρους, γι’αὐτό δέν ἦταν δυνατόν νά ὑποκαταστήση ἤ νά ἀκυρώση τή μακραίωνη κανονική σχέση τῆς Μητροπόλεως Κιέβου μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Ἄλλωστε, ἡ ἐκκλησιαστική Ἱεραρχία τῆς Οὐκρανίας ἀπέρριπτε ἀδιαλλάκτως καί αὐτήν ἀκόμη «τήν ἄδειαν» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιά τήν ἐνθρόνιση τοῦ Μητροπολίτη Κιέβου ἀπό τόν Πατριάρχη Μόσχας, γι’ αὐτό οἱ ἐκλεγόμενοι Μητροπολίτες δέν μετέβαιναν στή Μόσχα γιά τή χειροτονία ἤ τήν ἐνθρόνισή τους καί δέν συμμετεῖχαν στή Σύνοδο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας (Β. Ι. Φειδᾶ, Ἐκκλ. Ἱστορία, ΙΙΙ, 613 κἑξ.). β’. Τό ἐξαρχικό καθεστώς τῆς Μητροπόλεως Κιέβου. Οἱ θεολογικοί σύμβουλοι τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἰσχυρίζονται ὅτι δῆθεν ὁ Μητροπολίτης Κιέβου δέν ἦταν «ἔξαρχος» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Διονυσίου Δ’, καίτοι εἰδικότερα στίς Ἐπιστολές τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη πρός τόν Ἐτμάνο τῶν Κοζάκων Σαμοΐλοβιτς, πρός τήν Ἱεραρχία καί τόν ἱ. Κλῆρο καί πρός τούς πιστούς τῆς Μητροπόλεως Κιέβου ὁ Μητροπολίτης Κιέβου προσαγορευόταν μέ τόν καθιερωμένο στήν παράδοση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἤτοι ὡς «ἱερώτατος καί ὑπέρτιμος Μητροπολίτης Κιέβου, ἔξαρχος πάσης Ρωσσίας», ἀφοῦ ὁ τίτλος αὐτός δήλωνε σαφῶς τήν ἄμεση ἐξαρχική ἐξάρτησή του ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Ὡστόσο, οἱ θεολογικοί σύμβουλοι τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας προσπαθοῦν νά ἀποκλείσουν τήν κανονική «ἐξαρχική σχέση» τοῦ Μητροπολίτη Κιέβου μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, γι’αὐτό προβάλλουν ἀφελῶς ὡς ἀναγκαῖα πλασματικά ἐπιχειρήματα, ἀφ’ἑνός μέν τόν ἀδιανόητο καί αὐθαίρετο χαρακτηρισμό τῶν σημαντικῶν αὐτῶν ἐπισήμων Πατριαρχικῶν Ἐπιστολῶν γιά τό κανονικό καθεστώς τῆς Μητροπόλεως Κιέβου ὡς δῆθεν «ἐπουσιωδῶν Πατριαρχικῶν Γραμμάτων», ἀφ’ἑτέρου δέ τό ἐπίσης παντελῶς ἀβάσιμο καί προφανῶς πλασματικό συμπέρασμα, ὅτι δῆθεν ἡ ἔκφραση «ἔξαρχος πάσης Ρωσσίας» γιά τόν Μητροπολίτη Κιέβου «δέν δηλώνει τήν ἰδιότητά του ὡς ἐξάρχου τοῦ Κωνσταντινουπόλεως, διότι ἡ συγκεκριμένη ἔκφραση χρησιμοποιήθηκε ὡς ἱστορικός τιμητικός τίτλος». Ἐν τούτοις, οἱ ἴδιοι θεολογικοί σύμβουλοι τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας δέν μποροῦσαν νά ἀποκρύψουν ὅτι, ἕνα χρόνο πρίν ἀπό τή Συνοδική Πράξη (1686) τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιά τήν παραχώρηση κατ’ οἰκονομίαν «τῆς ἀδείας» γιά τή χειροτονία ἤ τήν ἐνθρόνιση τοῦ Μητροπολίτη Κιέβου ἀπό τόν Πατριάρχη Μόσχας Ἰωακείμ, ὁ προστάτης τῆς Μητροπόλεως Κιέβου Ἐτμάνος τῶν Κοζάκων Σαμοΐλοβιτς, μέ Ἐπιστολή του πρός τούς τσάρους Ἰβάν καί Πέτρο (1685), ὑποστήριξε τό κανονικό δικαίωμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη, ὥστε ὁ ἐνθρονιζόμενος ἀπό τόν Πατριάρχη Μόσχας Μητροπολίτης Κιέβου νά φέρη τόν τίτλο «ἔξαρχος τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως». Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ἡ κατ’οἰκονομίαν παραχώρηση «τῆς ἀδείας» στόν Πατριάρχη Μόσχας νά χειροτονῆ ἤ νά ἐνθρονίζη τόν Μητροπολίτη Κιέβου, ἔγινε ὑπό τόν ρητό καί ἀπαράβατο ὅρο, ὅτι ὁ Μητροπολίτης Κιέβου θά μνημονεύη πάντοτε καί ἀπαραιτήτως σέ κάθε θεία Λειτουργία «τοῦ σεβασμίου ὀνόματος» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Εἶναι λοιπόν πολύ χρακτηριστική καί ἡ αἰτιολόγηση τῆς συγκεκριμένης Ἐπιστολῆς τοῦ Ἐτμάνου τῶν Κοζάκων στούς τσάρους τῆς Ρωσσίας Ἰβάν καί Πέτρο (1685), ὅτι ὁ Μητροπολίτης Κιέβου, ὡς «ἔξαρχος τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως», θά μποροῦσε νά ἐπεκτείνη τήν ἐξουσία τους καί στήν ἐκτός τοῦ Βασιλείου τῆς Μοσκοβίας Ἱεραρχία τῆς Δυτικῆς Οὐκρανίας. Συνεπῶς, εἶναι προφανῶς ἐσφαλμένο τό αὐθαίρετο καί πλασματικό συμπέρασμα τῶν θεολογικῶν συμβούλων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ὅτι δῆθεν «ἡ χρήση τοῦ ὅρου ἔξαρχος ἀδυνατεῖ νά δηλώνη κατά τρόπο σαφῆ, ὅτι ὁ Κωνστατινουπόλεως ἐξακολουθοῦσε νά θεωρῆ τόν Μητροπολίτη Κιέβου ὡς ὑπαγόμενο ὑπό τή δικαιοδοσία τῆς Κωνσταντινουπόλεως...». γ’. Τά ὅρια τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας. Οἱ θεολογικοί σύμβουλοι τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας προβάλλουν τήν αὐθαίρετη, πλασματική καί παντελῶς ἀβάσιμη ἑρμηνεία τῆς ταυτόσημης περιγραφῆς στόν Πατριαρχικό καί Συνοδικό Τόμο (1590) γιά τήν ἀνακήρυξη τῆς Μητροπόλεως Μόσχας σέ Πατριαρχεῖο τῶν ἐδαφικῶν ὁρίων τόσο τοῦ Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας καί τῶν ὑπερβορείων μερῶν, ὅσο καί τῆς δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας. Βεβαίως, τά ἐδαφικά αὐτά ὅρια καθορίσθηκαν μέ τό «ἐπιτοπίως» ἐπιδοθέν «Πατριαρχικόν Χρυσόβουλλον» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Ἱερεμίου Β’ (1589) καί μέ τόν «Τόμον» τῆς Μεγάλης Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1590). Ὁ «Τόμος» αὐτός ἐπισφραγίσθηκε μέ τή σύγκληση καί τῆς δεύτερης Μεγάλης Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1593 γιά τήν ἀποδοχή του καί ἀπό τόν νεοεκλεγέντα Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Μελέτιο Πηγᾶ. Ὑπό τήν προοπτική αὐτή, ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας δήλωσε ρητῶς: «Δίκαιον οὖν κρίνω... τόν θρόνον τῆς εὐσεβεστάτης καί ὀρθοδόξου πόλεως Μοσκόβου εἶναί τε καί λέγεσθαι Πατριαρχεῖον, διά τό βασιλείας ἀξιωθῆναι παρά Θεοῦ τήν χώραν ταύτην, πᾶσάν τε τήν Ρωσσίαν (=Μεγάλην) καί τά ὑπερβόρεια μέρη ὑποτάσσεσθαι τῷ Πατριαρχικῷ θρόνῳ Μοσκόβου καί πάσης Ρωσσίας καί τῶν ὑπερβορείων μερῶν, κεφαλήν εἶναι καί ἐπιγινώσκεσθαι κατά τόν λδ’ (=κανόνα) τῶν ἁγίων καί πανευφήμων ἀποστόλων... Ἀδελφόν εἶναι καί λέγεσθαι τῶν ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν... καί ὑπογράφεσθαι...: Πατριάρχης Μοσκόβου καί πάσης Ρωσσίας καί τῶν ὑπερβορείων μερῶν» (Κ. Δελικάνη, Πατρ. Ἔγγραφα., ΙΙΙ, 10-17). Εἶναι λοιπόν προφανές, ὅτι τά ὅρια τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας καθορίσθηκαν σαφῶς καί ὁριστικῶς μέ κύριο κανονικό γνώμονα τά ἐδαφικά ὅρια τοῦ «Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας καί τῶν ὑπερβορείων μερῶν», στά ὁποῖα δέν ἀνῆκαν βεβαίως οἱ ἐπαρχίες τῆς Μητροπόλεως Κιέβου στή Λιθουανία, τή Λευκορωσσία καί στήν Οὐκρανία. Ἡ ἐπισήμανση αὐτή εἶναι ἀδιαμφισβήτητη, ἀφοῦ ἐπιβεβαιώνεται πλήρως ἤδη καί ἀπό τίς πολλές ἐκλησιαστικές πράξεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχη Ἱερεμίου Β’ ἤδη κατά τήν ἐπιστροφή του ἀπό τή Μόσχα στήν Κωνσταντινούπολη (1589) γιά τή ριζική ἀναδιοργάνωση τῆς λατινόφιλης ἤ διεφθαρμένης Ἱεραρχίας τῆς Μητροπόλεως Κιέβου, γι’αὐτό ὅρισε αὐτοδικαίως πατριαρχικό ἔξαρχο γιά τήν ἐποπτεία τῆς κανονικῆς λειτουργίας της (Β. Ι. Φειδᾶ, Ἐκκλ. Ἱστορία, ΙΙΙ, 608 κἑξ.). Τό καθεστώς λοιπόν αὐτό διατηρήθηκε ἀμετάβλητο καί μετά τή Συνοδική Πράξη τοῦ 1686, ὅπως συνάγεται καί ἀπό τίς προαναφερθεῖσες σχετικές Ἐπιστολές τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Διονυσίου Δ’ πρός τόν προστάτη τῆς Μητροπόλεως Κιέβου Ἐτμάνο τῶν Κοζάκων Σαμοΐλοβιτς, πρός τήν Ἱεραρχία καί τόν ἱ. Κλῆρο τῆς Μητροπόλεως Κιέβου καί πρός τόν εὐλαβῆ λαό τῆς Οὐκρανίας. Προφανῶς, οἱ θεολογικοί σύμβουλοι τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἀναζήτησαν ἄλλα πλασματικά ἤ καί οὐτοπικά ἐπιχειρήματα γιά τήν ἀμφισβήτηση τοῦ ἐξαρχικοῦ καθεστῶτος τῆς Μητροπόλεως Κιέβου ὑπό τήν κανονική δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, κατέφυγαν σέ μία προφανῶς πλασματική καί σαφῶς ἐσφαλμένη ἑρμηνεία τοῦ ἀσαφοῦς ἐδαφικοῦ ὅρου «ὑπερβορείων μερῶν» στό τίτλο τοῦ Πατριάρχη Μόσχας («Πατριάρχης Μοσκόβου καί πάσης Ρωσσίας καί τῶν ὑπερβορείων μερῶν»), ὁ ὁποῖος δήλωνε σαφῶς τά βορειότερα μέρη ἀπό τό Βασίλειο τῆς Μεγάλης Ρωσσίας. Βεβαίως, οἱ θεολογικοί σύμβουλοι τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, καίτοι γνωρίζουν καλῶς τήν ἀληθῆ γεωγραφική ἀναφορά τοῦ ἐδαφικοῦ ὅρου «ὑπερβόρεια μέρη» κατ’ἀναφοράν πρός τό Βασίλειο τῆς Μεγάλης Ρωσσίας, ἐν τούτοις ἰσχυρίζονται ἀφελῶς, ὅτι δῆθεν «αὐτή ἡ διατύπωση δέν καθορίζει ἐπακριβῶς τά ὅρια». Ἡ προβαλλομένη ὅμως ἀσάφεια τοῦ ὅρου αὐτοῦ χρησιμοποιήθηκε σκοπίμως γιά νά ὑποστηριχθῆ ἡ δική τους σαφῶς πλασματική καί προφανῶς ἐσφαλμένη ἑρμηνεία, ἤτοι ὅτι δῆθεν, ἤδη κατά τήν ἀνακήρυξη τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας(1589), «ὑπό τή δικαιοδοσία του ὑπήχθησαν οὐσιαστικά ὅλες οἱ βορειότερα τοῦ Βυζαντίου εὑρισκόμενες χῶρες» στό Πατριαρχεῖο Μόσχας. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ὑποστηρίχθηκε ἐπίσης αὐθαιρέτως τό «ζητούμενον», ἤτοι ὅτι δῆθεν ὁ ἀσαφής αὐτός ἐδαφικός ὅρος «οὐδόλως σημαίνει ὅτι τό κανονικό ἔδαφος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ὀφείλει νά περιορίζεται ἐντός τῶν ὁρίων τοῦ Βασιλείου τῆς Μοσχοβίας τοῦ τέλους τοῦ ΙΣΤ’ αἰώνα», γι’αὐτό ἀναγκάζονται νά ἰσχυρισθοῦν ἐπίσης ἐσφαλμένως, ὅτι δῆθεν ὁ ὅρος «πάσης Ρωσσίας» κατά τήν ἐποχή ἐκείνη δήλωνε ὄχι μόνο τήν «Μεγάλη», ἀλλά καί τήν «Μικρή» (Οὐκρανία) καί τή «Λευκή» (Λευκορωσσία). Εἶναι ὅμως εὐνόητο ὅτι τόσο πρίν, ὅσο καί μετά τίς ἀποφάσεις τῆς Συνοδικῆς Πράξεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Διονυσίου Δ’ (1686) ἡ «Μικρή» (Οὐκρανία) καί ἡ «Λευκή» Ρωσσία ἀνῆκαν στήν ἄμεση κανονική δικαιοδοσία τῆς ὑπαγομένης στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο Μητροπόλεως Κιέβου. Ἑπομένως, ἡ ὁποιαδήποτε πλήρης ἤ μερική ἐπέκταση τῆς κανονικῆς ἐδαφικῆς δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας στίς περιοχές αὐτές, ἤτοι πέρα τῶν περιγραφομένων στόν ἱδρυτικό Πατριαρχικό καί Συνοδικό Τόμο (1590) ἐδαφικῶν ὁρίων τοῦ Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας καί τῶν ὑπερβορείων μερῶν, ἦταν δυνατή μόνο μέ τήν ἔκδοση ἀντιστοίχων Πατριαρχικῶν καί Συνοδικῶν Τόμων ἤ Πατριαρχικῶν καί Συνοδικῶν Πράξεων. Ἄλλωστε, ἡ ἔκδοσή τους ἦταν πάντοτε κανονικῶς ἀναγκαία καί ἀπαραίτητη γιά νά καταγραφοῦν οἱ συγκεκριμένοι λόγοι, οἱ κανονικοί ὅροι καί οἱ ἐκκλησιαστικές συνέπειες γιά τήν προσαρτωμένη περιοχή. Οἱ ὅροι αὐτοί περιγράφονται καί στή Συνοδική Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχη Διονυσίου Δ’ γιά τό κατ’οἰκονομίαν ἰδιότυπο καθεστώς χειροτονίας ἤ ἐνθρονίσεως τοῦ Μητροπολίτη Κιέβου, λόγῳ τῶν προσαρτηθεισῶν στό Βασίλειο τῆς Μεγάλης Ρωσσίας ἀνατολικῶν ἐπαρχιῶν τόσο τῆς Οὐκρανίας, ὅσο καί τῆς Λευκορωσσίας (1686), οἱ ὁποῖες ἀνῆκαν κανονικῶς στή Μητρόπολη Κιέβου καί παρέμειναν πάντοτε στήν κανονική δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ὑπό τή μορφή τῆς Πατριαρχικῆς ἐξαρχίας. δ’. Ὁ ἀνακλητός χαρακτήρας τῆς Συνοδικῆς Πράξεως (1686) Ἡ ἀμφισβήτηση ἀπό τούς θεολογικούς συμβούλους τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας τόσο τοῦ προσωρινοῦ χαρακτήρα τῆς Συνοδικῆς Πράξεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Διονυσίου Δ’ (1686), ὅσο καί τῆς κανονικῆς δυνατότητας γιά μία πιθανή μελλοντική ἀναθεώρηση ἤ ἀνάκλησή της ὑποστηρίχθηκε ἀφελῶς μέ μία σαφῶς αὐθαίρετη καί ὁπωσδήποτε ἐσφαλμένη ταύτιση τοῦ κανονικοῦ περιεχομένου τῶν σημαντικῶν κανονικῶν ὅρων «Πατριαρχικός Τόμος» καί «Συνοδική Πρᾶξις», γιά νά ἐξουδετερωθῆ προφανῶς ἡ γενομένη σαφής διάκριση ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ κανονικοῦ περιεχομένου τῶν δύο αὐτῶν ὅρων. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, οἱ θεολογικοί του σύμβουλοι ἰσχυρίζονται ἐξ ἀγνοίας ἤ σκοπίμως, ὅτι δῆθεν στίς ἀνωτέρω θέσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου «εἶναι πρόδηλος ἡ ἔλλειψη ἐπιστημονικότητας καί ὁ τεχνητός χαρακτήρας αὐτοῦ τοῦ σχήματος, λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψη τό γεγονός ὅτι οἱ ὅροι «Τόμος» καί «Πράξη» ἐναλλάσσονται συχνά, μή ἔχοντας μάλιστα σχέση οὔτε μέ τό κύρος, ἀλλ’ οὔτε καί μέ τίς ἀποφάσεις, οἱ ὁποῖες κατοχυρώνονται σέ αὐτές. Ἐπίσης, σφάλλει κανείς ἰσχυριζόμενος ὅτι τό περιεχόμενο ἑνός «Τόμου» ὀφείλει ὁπωσδήποτε νά ἔχη σχέση μέ τήνἐκκλησιαστική καί τή δικαιοδοσιακή θεματολογία... Ἀκόμη, δέν εὐσταθεῖ ἡ γνώμη ὅτι οἱ ἀποφάσεις ἐκκλησιαστικοῦ δικαιοδοσιακοῦ περιεχομένου (αὐτοκέφαλον, μεταβίβαση ἐπαρχιῶν στή δικαιοδοσία μιᾶς ἄλλης τοπικῆς Ἐκκλησίαςκ.λπ.) εἶναι ἀμετάβλητες μόνο ὅταν ἀποκαλοῦνται «Τόμος». Ἡ ἀπόφαση π.χ. τῆς Συνόδου τοῦ 1593 περί ἱδρύσεως τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας δέν ἀποκαλεῖται «Τόμος», ἀλλά «Πρᾶξις», κάτι τό ὁποῖο ὅμως δέν καθιστά μεταβλητή τήν ἀπόφαση αὐτή». Προφανῶς, οἱ θεολογικοί σύμβουλοι τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἀγνοοῦν ἀφελῶς ἤ ἐπιλέγουν σκοπίμως νά ἀγνοοῦν, ὅτι τό Πατριαρχεῖο Μόσχας ἱδρύθηκε «ἐπιτοπίως» ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Ἱερεμία Β’ μέ τό σχετικό «Πατριαρχικόν Χρυσόβουλλον» (1589), τό ὁποῖο ἐπικυρώθηκε ρητῶς μέ τόν «Τόμον» τῆς Μεγάλης Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1590). Ἑπομένως, ἡ «Πρᾶξις» τῆς ἄλλης Μεγάλης Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1593) ἐξέφραζε ἁπλῶς τή συναίνεση καί τοῦ νεοεκλεγέντος Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Μελετίου Πηγᾶ στόν «Τόμον» τῆς προηγουμένης σχετικῆς Μείζονος Συνόδου (1590), ὅπως συνάγεται καί ἀπό τά Πρακτικά τῶν ἐργασιῶν της (Β. Ι. Φειδᾶ, Ἐκκλ. Ἱστορία τῆς Ρωσσίας, Ἀθῆναι 20055, 295-304. Τοῦ αὐτοῦ, Ὁ θεσμός τῆς Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν., ΙΙΙ, Ἀθῆναι 2012, 342-356). Εἶναι ὅμως εὐνόητο ὅτι ὁ «Τόμος» τῆς ἀνακηρύξεως τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας (1590) δέν ἦταν ὁριστικός καί ἀμετάβλητος, ἤτοι μέχρι τήν ἐπικύρωσή του ἀπό μία Οἰκουμενική σύνοδο, γι’αὐτό καταργήθηκε, μέ τήν ἐπίμονη μάλιστα ἀξίωση τοῦ τσάρου Μ. Πέτρου. Ἡ ἀξίωση αὐτἠ κρινόταν ἀναγκαία τόσο γιά τήν κατάργηση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ὅσο καί γιά τήν ἐπιβολή μέ Διάταγμά του (1720) μιᾶς ἑπταμελοῦς «Ἱερᾶς Διοικούσας Συνόδου» (Πρόεδρος καί δύο ἀντιπρόεδροι ἐπίσκοποι καί τέσσαρα κληρικά ἤ λαϊκά μέλη), ἡ ὁποία θά λειτουργοῦσε ὑπό τόν ἀπόλυτο ἔλεγχο τοῦ «Ἐπιτρόπου» τοῦ τσάρου (oberprocuror). Συνεπῶς, ὁ τσάρος ἀπευθύνθηκε ὀφειλετικῶς μέ Ἐπιστολή του (30 Σεπτ. 1721) πρός τόν Οἰκουμενικό πατριάρχη Ἱερεμία Γ’ (1716-26, 1732-33) καί ζήτησε τήν κανονικῶς ἀπαραίτητη ἄλλωστε Πατριαρχική ἔγκριση, ἀφ’ἑνός μέν γιά τήν κατάργηση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ἀφ’ἑτέρου δέ γιά τή σύσταση τῆς «Ἱερᾶς Διοικούσης Συνόδου». Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ἔγραφε στήν Ἐπιστολή του: «Ὡς εὐπειθής υἱός τῆς περιποθήτου ἡμῶν Μητρός Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, διατηρῶν πάντοτε τήν εὐλάβειαν πρός τήν Ὑμετέραν Παναγιότητα, ὡς Πρῶτον αὐτῆς τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας Ἀρχιποιμένα καί κατά πνεῦμα ἡμῶν Πατέρα...Ὅθεν, ... μετά πολλήν ὀρθήν κρίσιν καί βουλήν μετά τε τοῦ Ἱερατείου καί τοῦ τῶν λαϊκῶν τάγματος τοῦ ἡμετέρου Βασιλείου, ἐνεκρίναμεν τοῦ συστῆσαι πνευματικήν Σύνοδον, ἰσοδυναμοῦσαν τοῖς Πατριάρχαις,... πρός κυβέρνησιν τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας...Πεποίθαμεν οὖν ὅτι καί ἡ Ὑμετέρα Παναγιότης, ὡς Πρῶτος Ἀρχιερεύς τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς καί Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, τό ἡμέτερον τοῦτο Διάταγμα καί τήν συστηθεῖσαν Πνευματικήν Σύνοδον εὐδοκήσαντες ὁμολογήσητε δίκαιον, καί περί τούτου διακοινώσητε τοῖς λοιποῖς μακαριωτάτοις Πατριάρχαις, τῷ τε τῆς Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων. Ἐπειδή δέ ἡμεῖς πανευμενῶς προσετάξαμεν ταύτῃ τῇ ἁγιωτάτῃ Πνευματικῇ Συνόδῳ ἔχειν μετά τῆς Ὑμετέρας Παναγιότητος ἀναφοράν καί ἀλληλογραφίαν ἐν πάσαις ταῖς ἐκκλησιαστικαῖς ὑποθέσεσιν, ἀξιοῦμεν καί τήν Ὑμετέραν Παναγιότητα, ὅπως εὐδοκήσαντες διατηρῆτε μετά τῆς Συνόδου ταύτης ἀλληλογραφίαν καί ἀναφοράν περί τάς πνευματικάς ὑποθέσεις, ὅσαι συντελοῦσιν εἰς τό συμφέρον τῆς Ἐκκλησίας, ὥσπερ καί πρότερον τοῦτο διετηρεῖτο μετά τῶν Πατριαρχῶν πάσης Ρωσσίας. Εἰ δέ ποτε ἐξαιτήσονται παρά τῆς Ὑμετέρας Παναγιότητος ὁποιανδήποτε καλήν συμβουλήν πρός ὄφελος καί κρείττονα οἰκονομίαν τῆς Ἐκκλησίας (=Ἐκκλητον), παρακαλοῦμεν ἐν τοιαύτῃ περιστάσει μή ἀπαξιῶσαι αὐτούς τούτου διά τό κοινόν συμφέρον τῶν Ὀρθοδόξων...». (Κ. Δελικάνη, Πατρ. Ἔγγραφα, ΙΙΙ, 231-234). Βεβαίως, ἡ περιεκτική ἀπάντηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Ἱερεμίου Γ’ ἦταν θετική (23 Σεπτ. 1723), ὅπως ἦταν θετική καί ἡ ἀπάντηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Ἱερεμίου Β’ στόν τσάρο Βασίλειο γιά τήν ἵδρυση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, γι’αὐτό ἐνέκρινε τήν ἀπόφαση τοῦ τσάρου μέ μία σύντομη καί λιτή διατύπωση: «Ἡ μετριότης ἡμῶν... ἐπικυροῖ, βεβαιοῖ καί ἀποφαίνει τήν παρά τοῦ εὐσεβεστάτου καί γαληνοτάτου αὐτοκράτορος... διορισθεῖσαν ἐν τῇ ρωσσικῇ ἁγίᾳ καί μεγάλῃ βασιλείᾳ εἶναι καί λέγεσθαι ἐν Χριστῷ ἀδελφῇ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος παρά πάντων τῶν εὐσεβῶν καί ὀρθοδόξων χριστιανῶν... καί ἔχει ἄδειαν τελεῖν καί ἐπιτελεῖν ὅσα οἱ τέσσαρες ἀποστολικοί ἁγιωτάτοι Πατριαρχικοί θρόνοι. Νουθετεῖ, παραινεῖ καί ἐπιτάττει αὐτήν, ἵνα διαφυλάττῃ καί κρατῇ ἀπαρασάλευτα ἔθη καί κανόνας Οἰκουμενικῶν ἁγίων ἑπτά Συνόδων καί ἄλλα, ὅσα ἡ Ἀνατολική ἁγία Ἐκκλησία διακρατεῖ καί διαμένει εἰς αἰῶνα τόν ἅπαντα ἀπαρασάλευτος» (Κ. Δελικάνη, Πατρ. Ἔγγραφα., ΙΙΙ, 234-235). Εἶναι λοιπόν προφανές ὅτι, ἐάν εἶναι δυνατή ἡ ἀνάκληση ἑνός Πατριαρχικοῦ καί Συνοδικοῦ Τόμου, ὁ ὁποῖος ἔγινε δεκτός ὁμοφώνως ἀπό τούς τέσσαρες Πατριάρχες τῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς, ἐπειδή δέν εἶχε ἐπικυρωθῆ μέ ἀπόφαση μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τότε εἶναι προφανῶς περισσότερο δυνατή ἡ ἀνάκληση μιᾶς Συνοδικῆς Πράξεως. Ἄλλωστε, ἡ Πρᾶξις αὐτή ὑπογράφηκε ὑπό ρητούς καί κανονικούς ὅρους ἀπό τόν Οἰκουμενικό πατριάρχη Διονύσιο Δ’ καί ἀπό τά μέλη τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου (1686), ὑπό τήν πίεση τοῦ τσάρου τοῦ Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας, μέ κύριο μάλιστα ἐπιχείρημα τήν ἐπέκταση τῆς κυριαρχίας του στίς ἀνατολικές ἐπαρχίες τῆς Οὐκρανίας καί τῆς Λευκορωσσίας. Συνεπῶς, ἡ Πρᾶξις εἶναι ἀνακλητή, κυρίως μάλιστα ὅταν ἀθετοῦνται αὒθαιρέτως ἤ περιφρονοῦνται ἀκρίτως, ὅπως εἴδαμε, βασικοί ὅροι κατά τήν ἐφαρμογή τῆς «κατ’οἰκονομίαν» συμβατικῆς ρυθμίσεως τῶν σχέσεων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας μέ τή Μητρόπολη Κιέβου. Βεβαίως, οἱ ἀνακλήσεις σχετικῶν Συνοδικῶν Πράξεων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὅπως ἄλλωστε καί ἡ ἔκδοσή τους, ἦσαν πάντοτε εὐεργετικές γιά τίς ἐμπερίστατες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ὅπως λ.χ. ἡ πρόθυμη ἀπόδοση τοῦ πατριαρχικοῦ του δικαιώματος στή μεγάλη Ἐπαρχία Ἑλλησπόντου τῆς Μ. Ἀσίας στόν Ἀρχιεπίσκοπο, τήν Ἱεραρχία, τόν ἱ. Κλῆρο καί τόν λαό τῆς αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου γιά νά μήν ἀποδυναμωθῆ ἤ ἀμφισβητηθῆ ἡ αὐτοκεφαλία της, ἡ ὁποία ὅμως ἀνακλήθηκε τελικῶς, ὅταν κατέστη δυνατή ἡ ἐπιστροφή τους στήν Κύπρο (καν. 39 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς συνόδου, 691). Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ἡ Συνοδική Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχη Διονυσίου Δ’ στήν πρώτη πατριαρχία του (1671-73), γιά τήν παραχώρηση στόν ἀρχιεπίσκοπο Σινᾶ ὅλων τῶν προνομίων τῶν αὐτοκεφάλων ἀρχιεπισκόπων Κύπρου καί Ἀχρίδος (Μίτρα, Μακαριώτατος κ.ἄ.), ἀνακλήθηκε ὡς ἀντικανονική ἀπό τόν διάδοχό του Ἰάκωβο στήν τρίτη Πατριαρχία του (1687-88) μέ μία νέα Συνοδική Πράξη (Κ. Δελικάνη, Πατρ. Ἔγγραφα., ΙΙΙ, 194-195). Ἀνάλογη εἶναι καί ἡ περίπτωση τοῦ αἰτήματος τοῦ ἐμπεριστάτου ἀπό τήν ἀθέμιτη δράση τῆς παπικῆς Οὐνίας Πατριάρχη Ἀντιοχείας Σιλβέστρου (1724-66) πρός τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Σαμουήλ Χαντζερῆ νά ἐντάξη προσωρινῶς τή μεγάλη Μητρόπολη Χαλεπίου τῆς Συρίας στήν ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιά νά ἐξουδετερωθῆ ἡ ἐπιρροή τοῦ λατινοφίλου ἰατροῦ τοῦ Σουλτάνου ὑπέρ τῆς παπικῆς Οὐνίας. Βεβαίως, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης, παρά τίς εὔλογες ἀρχικές κανονικές ἐπιφυλάξεις του, ἀποδέχθηκε μέ Συνοδική Πράξη πρός καιρόν τό αἴτημα, χειροτόνησε δέ μητροπολίτη Χαλεπίου τόν πρωτοσύγκελλό του Φιλήμονα, ὁ ὁποῖος διαδέχθηκε τόν Σίλβεστρο στόν Πατριαρχικό θρόνο τῆς Ἀντιοχείας (1766-67) καί ἐπανέφερε τήν μητρόπολη Χαλεπίου στήν κανονική δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας, ἀλλ’ὅμως διατήρησε στήν μητρόπολη τό «Μνημόσυνον» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη, ὥστε νά ἔχη τό κανονικό δικαίωμα νά παρεμβαίνη στήν Ὑψηλή Πύλη γιά τήν ἐξουδετέρωση τῆς προκλητικῆς δράσεως τῆς παπικῆς Οὐνίας (Κ. Δελικάνη, Πατρ. Ἔγγραφα, ΙΙ, 207-210. Β. Ι. Φειδᾶ, Ἐκκλ. Ἱστορία, ΙΙΙ, 164). Εἶναι λοιπόν προφανές ὅτι τά μέν καθοριζόμενα μέ Πατριαρχικό καί Συνοδικό Τόμο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου κανονικά ἐδαφικά ὅρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας τῶν νεωτέρων Πατριαρχείων καί τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μέ τή συναίνεση μάλιστα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῶν ἄλλων πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς, εἶναι δυνατόν νά μεταβληθοῦν ἤ καί νά ἐπεκταθοῦν μόνο μέ τήν ἔκδοση ἑνός σχετικοῦ Πατριαρχικοῦ καί Συνοδικοῦ Τόμου ἤ μιᾶς σαφοῦς Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς Πράξεως, ἤτοι χωρίς ρητούς περιοριστικούς κανονικούς ἤ συμβατικούς ὅρους γιά τόν ἀνακαθορισμό τῶν νέων κανονικῶν ὁρίων τοῦ συγκεκριμένου Πατριαρχείου ἤ αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας. Ἀντιθέτως, οἱ ὑπό συγκεκριμένους πάντοτε ὅρους καθοριζόμενες σέ μία Συνοδική Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου περιστασιακές δικαιοδοσιακές ἤ ποιμαντικές ρυθμίσεις, οἱ ὁποῖες περιγράφονται σαφῶς στή Συνοδική Πράξη, ὅπως στή Συνοδική Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Διονυσίου Δ’ γιά τή Μητρόπολη Κιέβου (1686), εἶναι δυνατόν νά ἀνακληθοῦν μέ μία νέα Συνοδική Πράξη ἀπό τήν Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἤτοι ἀφ’ἑνός μέν ἄν δέν τηρήθηκαν οἱ ἀναφερόμενοι σέ αὐτή συμβατικοί ὅροι ἀπό τήν εὐνοούμενη μέ τίς περιστασιακές αὐτές ρυθμίσεις αὐτοκέφαλη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀφ’ἑτέρου δέ ἄν ἐξέλειπαν πλέον οἱ προκαλέσαντες τίς προσωρινές αὐτές ρυθμίσεις λόγοι, ὅπως λ.χ. στό σύγχρονο ζήτημα τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς μεγάλης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς ἀνεξάρτητης Δημοκρατίας τῆς Οὐκρανίας. Ἄλλωστε, ὅλα τά νεώτερα Πατριαρχεῖα καί οἱ αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀποσπάσθηκαν ἀπό τήν κανονική δικαιοδοσία τῆς κοινῆς Μητρός Ἐκκλησίας, ἤτοι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, μέ ἀντιστοίχους Πατριαρχικούς καί Συνοδικούς Τόμους καί μέ σαφῆ πάντοτε τήν περιγραφή τῶν ἐδαφικῶν ὁρίων καί τῶν καθιερωμένων ὅρων τῆς κανονικῆς τους δικαιοδοσίας στά ἐδαφικά ὅρια τῆς κυριαρχίας τῶν νεοσυστάτων κρατῶν τῶν ὀρθοδόξων λαῶν κατά τούς νεωτέρους χρόνους. Στό νέο αὐτό πλαίσιο, ὁποιαδήποτε μεταβολή τῆς ἐδαφικῆς κυριαρχίας τῶν νεοσυστάτων κρατῶν προκαλοῦσε καί προκαλεῖ πάντοτε σοβαρές δικαιοδοσιακές ἀξιώσεις ἤ συγχύσεις, οἱ ὁποῖες ἀντιμετωπίσθηκαν κανονικῶς ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ὄχι μόνο μέ Πατριαρχικές καί Συνοδικές Πράξεις, ἀλλά καί μέ σαφῶς εὐεργετική πάντοτε διάθεση πρός τίς νέες αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί ὑπό συγκεκριμένους πάντοτε ὅρους γιά τήν ἄρρηκτη πνευματική σχέση τους μέ τή Μητέρα Ἐκκλησία. Βεβαίως οἱ εὐεργετικές Συνοδικές Πράξεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἦσαν πάντοτε ὄχι μόνο ἀνιδιοτελεῖς, ἀλλά καί μέ μία πρόθυμη θυσία τῶν δικαιοδοσιακῶν του δικαιωμάτων, ὅπως λ.χ. α) στήν ὀρθή ἀντιμετώπιση τῆς ὑπαγωγῆς τῶν ἐπαρχιῶν τῆς Βοσνίας-Ἐρζεγοβίνης ἀπό τή Συνθήκη τοῦ Βερολίνου (1878), οἱ ὁποῖες, καίτοι εἶχαν παραχωρηθῆ στήν κυριαρχία τῆς Αὐστρίας, ὑπήχθησαν στήν ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τό ὁποῖο στόν συνταχθέντα Κανονισμόν (1880) τίς χαρακτήρισε Σερβική Ἐκκλησία καί ἐπέβαλε σέ αὐτές τή σερβική σημαία ὡς τό κοινό σύμβολο τῆς ἑνότητας τοῦ σερβικοῦ ἔθνους ὑπό τόν μητροπολίτη Βελιγραδίου, ἀφοῦ ἦταν ἀναγκαία γιά τήν ἐνίσχυση καί τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, β) στήν ἄνευ κανονικῶς ὅρων πλήρη καί ὁριστική παραχώρηση τῶν ἐπαρχιῶν τῶν Ἰονίων Νήσων (1866) καί τῶν ἐπαρχιῶν Ἠπείρου καί Θεσσαλίας (1882) γιά τήν ἐνίσχυση τῆς ἐσωτερικῆς ἑνότητας τῆς αὐτοκέφαλης Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, γ) στήν ὑπό συγκεκριμένους κανονικούς καί συμβατικούς ὅρους συνοδική ἀπόφαση ἀναθέσεως τῆς ἐπιτροπικῆς διοικήσεως τῶν προσαρτηθεισῶν στήν κυριαρχία τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους ἐπαρχιῶν τῆς Θράκης, τῆς Μακεδονίας καί τῶν Νήσων τοῦ Β. Αἰγαίου, τῶν λεγομένων «Νέων Χωρῶν», γιά τήν κάλυψη τῶν πολλαπλῶν διοικητικῶν καί ποιμαντικῶν ἀναγκῶν (1928) κ.ἄ. Συνεπῶς, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ὀφείλει νά ἐφαρμόση καί στό Οὐκρανικό ζήτημα τά καθιερωμένα αὐτά διαχρονικά κανονικά κριτήρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὄχι μόνο γιά τήν πρόληψη, ἀλλά καί γιά τή θεραπεία τῶν ἀπειλουσῶν καί αὐτή ἀκόμη τήν ὑπόσταση τῆς σημαντικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας δικαιοδοσιακῶν συγχύσεων ἤ ἀξιώσεων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀνέλαβε ὀφειλετικῶς, ὡς διαχρονικός φύλακας καί ἐγγυητής τῆς κανονικῆς τάξεως στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, νά ἀντιμετωπίση ἀνιδιοτελῶς καί μέ ἀμιγῶς ἐκκλησιαστικά κριτήρια τό χρονίζον ζήτημα τῆς δεινῶς δοκιμαζομένης Ὀρθοδόξου Ἑκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, «ἵνα μή τό κακόν χεῖρον γένηται». Ἄλλωστε, εἶναι κανονικῶς καί ἐκκλησιαστικῶς ἀδιανόητο νά ἀνακηρύσσονται προθύμως αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίιες μέ μέλη μόνο ὁρισμένες χιλιάδες πιστῶν καί νά μήν ἀνακηρύσσεται αὐτοκέφαλη ἡ μεγάλη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας, μέ 40 περίπου ἑκατομμύρια εὐλαβῶν πιστῶν, ἐπειδή ἀντιδρᾶ τό Πατριαρχεῖο Μόσχας δι’οἰκείαν φιλονικίαν ἤ ἰδιοτέλειαν. Βεβαίως, τό Πατριαρχεῖο Μόσχας ἀγωνίζεται ἐπί πέντε αἰῶνες νά ἐπιβάλη βιαίως καί μέ καθαρῶς πολιτικά ἤ ἐθνοφυλετικά κριτήρια τήν ἀντικανονική ἀξίωσή του γιά τήν ὑπαγωγή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας στή δυναστική δικαιοδοσία του, γι’ αὐτό ἡ ἐκκλησιαστική Ἱεραρχία, ὁ ἱ. Κλῆρος καί ὁ εὐλαβής λαός τῆς Οὐκρανίας ἀρνήθηκαν πάντοτε νά δεχθοῦν τήν ἐξάρτηση αὐτή. Ἄλλωστε, οἱ Οὐκρανοί γνωρίζουν «πῶς» καί «γιατί» οἱ ἀνατολικές έπαρχίες τῆς Οὐκρανίας ἀναγκάσθηκαν νά γίνουν ρωσσόφωνοι καί ἀπειλοῦν σήμερα τήν ἐσωτερική ἑνότητα τῆς Οὐκρανίας, ὅπως συνέβη καί μέ τή βίαιη προσπάθεια ἐκρωσσισμοῦ τοῦ εὐλαβοῦς λαοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας γιά νά καταστῆ δυνατή ἡ προσάρτησή της στή ρωσσική αὐτοκρατορία (1811), γι’ αὐτό, ἀμέσως μετά τήν ἐπιβολή τοῦ σοβιετικοῦ καθεστῶτος, ἀποκατέστησε αὐτοδικαίως τήν ἐκκλησιαστική της ἀνεξαρτησία ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας (1917). Τό αὐτό συνέβη καί στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Πολωνίας κατά τήν περίοδο τῆς δυναστικῆς προστασίας τῆς τσαρικῆς Ρωσσίας μέ τούς τρεῖς διαμελισμούς τῆς Πολωνίας (1772, 1793, 1795) καί μέ τήν ὑπαγωγή της σέ ρώσσους ἀρχιερεῖς, μέχρι τήν ἀνακήρυξη τῆς αὐτοκεφαλίας της μέ «Τόμον» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (1924) κ.ἄ. Ὑπό τήν προοπτική αὐτή, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία Οὐκρανίας ἔχει δῆθεν σήμερον, ὅπως δηλώνουν καί οἱ θεολογικοί σύμβουλοι τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, μία ἐκκλησιαστική αὐτονομία καί μία ἐσωτερική διοικητική ἀνεξαρτησία, κατ’ἀναφοράν ὅμως προς τό Πατριαρχεἶο Μόσχας, γιά νά ἰσχυρισθοῦν ἀφελῶς ὅτι δῆθεν δέν εἶναι ἀναγκαία ἡ ἀνακήρυξη τῆς Αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας Οὐκρανίας. Βεβαίως, ἡ ἰδιότυπη αὐτή ἐπαχθής ἀνεξαρτησία κατοχυρώνεται μέ τόν Καταστατικό Χάρτη της, ἀφοῦ ἡ Ἱ. Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας ἐκλέγει καί χειροτονεῖ ὄχι μόνο ὅλους τούς ἀρχιερεῖς τῆς Οὐκρανίας, ἀλλά καί τόν Προκαθήμενό της Μητροπολίτη Κιέβου καί πάσης Οὐκρανίας. Ἐν τούτοις, τό αὐτό καθεστώς τῆς ἐπαχθοῦς ἀνεξαρτησίας τῆς Ἐκκλησίας Οὐκρανίας σχετικοποιεῖται καί ἀποδυναμώνεται ἀπό τήν ἀντικανονική ἀξίωση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας νά εἶναι ὁ Μητροπολίτης Κιέβου τακτικό μέλος καί τῆς Ἱ. Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, γιά νά ἐκφράζεται προφανῶς ἡ αὐθαίρετη ἀξίωση τῆς πλήρους ὑπαγωγῆς της στήν κανονική του δικαιοδοσία. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, τό Πατριαρχεῖο Μόσχας ἀντιτίθεται αὐθαιρέτως καί μέ προφανῶς πλασματικά προσχήματα στό κανονικό δικαίωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας νά ἀποκτήση τήν ἐκκλησιαστιική της αὐτοκεφαλία, καίτοι ἡ ἀντίθεση αὐτή καθιστᾶ ὀξύτερες τίς ἤδη ἐπικίνδυνες ἀντιθέσεις στίς σχέσεις τῶν δύο ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν. Συνεπῶς, ἡ μόνη πλέον κανονική ὁδός γιά τήν ὁριστική ἐκτόνωση τῶν μακραιώνων καί ἀδιαλλάκτων ὀξυτάτων ἀντιθέσεών τους εἶναι ἡ ἄμεση ἀνακήρυξη τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας Οὐκρανίας, ἡ ὁποία θά ἱκανοποιήση ἕνα ἐπίμονο καί δίκαιο αἴτημα τῆς μεγάλης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας. Ἄλλωστε, ἡ λύση αὐτή θά εἶναι ἐπωφελής καί γιά τό Πατριαρχεῖο Μόσχας, ἀφοῦ ἡ αὐτοκεφαλία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας θά ἐπιστεφθῆ τελικῶς μέ τήν ἄμεση ενίσχυση τόσο τῆς ἐσωτερικῆς ἑνότητας τοῦ διεσπασμένου σώματος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, ὅσο καί τῶν διμερῶν ἀδελφικῶν ἐκκλησιαστικῶν τους σχέσεων. Β’. ΤΟ ΕΚΚΛΗΤΟΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΘΡΟΝΟΝ α’. Ἡ καθιέρωση τοῦ κανονικοῦ θεσμοῦ τοῦ Ἐκκλήτου Ἡ αὐθαίρετη, ἀβασιμη καί προφανῶς ἐσφαλμένη ἀμφισβήτηση ἀπό τούς θεολογικούς συμβούλους τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας τόσο στή σύνταξη τοῦ «Ἀνακοινωθέντος» τῆς Ρωσσικῆς Συνόδου γιά τή διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ τό Οἰκουμενικό πατριαρχεῖο στηρίχθηκε ἀφελῶς ἤ σκοπίμως σέ μία προφανῆ διπλῆ σύγχυση κανονικῶν ἀρχῶν καί κριτηρίων γιά νά πλήξη τό κανονικό δικαίωμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νά δεχθῆ τό Ἔκκλητον τοῦ καθαιρεθέντος ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας Μητροπολίτη Κιέβου Φιλαρέτου Ντενισένκο καί νά τόν ἀποκαταστήση στήν ἐκκλησιαστική κοινωνία. Ἡ σύγχυση ὅμως αὐτή εἶναι διπλῆ, ἀφ’ἑνός μέν γιατί ὑποστηρίζεται αὐθαιρέτως ἤ ἀκρίτως, ὅτι δῆθεν «ὁ Οἰκουμενικός πατριάρχης οὐδέποτε εἶχε ἤ ἄσκησε τό δικαίωμα νά δέχεται τό Ἔκκλησον καί ἀπό τά ἄλλα Πατριαρχεῖα», ἤτοι καί ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας, ἀφ’ἑτέρου δέ γιατί ἰσχυρίζονται ἐσφαλμένως, μέ τήν πλασματική μάλιστα μέθοδο τῆς λήψεως τοῦ ζητουμένου, ὅτι δῆθεν μέ τή Συνοδική Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Διονυσίου Δ’ (1686) «ἡ Ἐκκλησία Οὐκρανίας ἐντάχθηκε πλήρως καί ὁριστικῶς» στή δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, καίτοι ἡ Μητρόπολη Κιέβου καί πάσης Ρωσίας παρέμεινε πάντοτε, ὅπως εἴδαμε, ἐξαρχία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (Β.Ι.Φειδᾶ, Ἐκκλ. Ἱστορία, ΙΙΙ, 613-614). Ὑπό ὁποιαδήποτε ὅμως ἀπό τίς δύο αὐτές προσεγγίσεις, ἡ ἀμφισβήτηση τοῦ κανονικοῦ δικαιώματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἶναι προφανῶς ἀβάσιμη καί ὁπωσδήποτε ἐσφαλμένη, καίτοι, ὅπως θά δοῦμε, χρησιμοποιεῖται ἀκρίτως γιά τήν ὑποστήριξή τηςμία μεμονωμένη καί ἀσαφής ἤ ἀμφίσημη μαρτυρία τοῦ ἐγκρίτου βυζαντινοῦ κανονολόγου Ἰω. Ζωναρᾶ (ΙΒ’ αἰ.). Πράγματι, ἡ μαρτυρία αὐτή τοῦ Ἰω. Ζωναρᾶ θεωρήθηκε ὅτι δῆθεν ἀπαγορεύει στόν Οἰκουμενικό θρόνο τήν ἀποδοχή Ἐκκλήτου ἀπό ἄλλο Πατριαρχικό θρόνο, μέ βάση τούς σχετικούς κανόνες 9 καί 17 τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (451), καίτοι ὁ ἔγκριτος κανονολόγος γνώριζε καλῶς τόσο τήν ἰσχύουσα ἀντίθετη κανονική παράδοση καί ἐκκλησιαστική πράξη, ὅσο καί τή νομοθετική κατοχύρωση τοῦ δικαιώματος αὐτοῦ στόν συνταχθέντα ἀπό τόν ἱ. Φώτιο τρίτο Τίτλο τῆς Ἐπαναγωγῆς (παρ. 9-10). Ὡστόσο, ἡ μαρτυρία αὐτή τοῦ Ἰω. Ζωναρᾶ περιορίζεται σέ μία μονοσήμαντη γραμματική ἑρμηνεία τοῦ ὅρου «ἔξαρχος τῆς διοικήσεως» τῶν δύο κανόνων κατά τόν Δ’ αἰώνα, ἤτοι πρίν ἀπό τήν εἰσαγωγή τοῦ πατριαρχικοῦ συστήματος μέ τόν κανόνα 28 τῆς αὐτῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος προσέδωσε μία εἰδικότερη προοπτική στά ἐξαιρετικά «πρεσβεία τιμῆς» τοῦ Θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως στό πλαίσιο τοῦ κανονικοῦ θεσμοῦ τῆς Πενταρχίας τῶν πατριαρχῶν. Βεβαίως, ὁ Ἰω. Ζωναρᾶς στόν σχολιασμό τοῦ κανόνα 9 περιγράφει ἁπλῶς τίς ἤδη ὑφιστάμενες γνωστές διαφωνίες μεταξύ τῶν κανονολόγων ὡς πρός τήν ἔννοια τοῦ ὅρου «ἔξαρχος τῆς Διοικήσεως», στήν κρίση τοῦ ὁποίου τίθεται ὁποιαδήποτε ἀντιδικία ἐπισκόπου μέ τόν μητροπολίτη τῆς ἐπαρχίας, σέ περίπτωση δέ παραπομπῆς τῆς ἀντιδικίας στή Μείζονα Σύνοδο τῆς Διοικήσεως, τότε δύνανται νά προσφεύγουν καί στόν «τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀρχιεπίσκοπον». Ἄλλωστε, ὁ Ἰω. Ζωναρᾶς γνώριζε τίς ὑφιστάμενες διαφωνίες, ἤτοι ὅτι «ἐξάρχους δέ τῶν διοικήσεων τούς πατριάρχας εἶναι φασίν, ἄλλοι δέ μητροπολίτας», γι’ αὐτό ὑποσχέθηκε μία σαφέστερη ἀνάλυση στόν κανόνα 17 τῆς αὐτῆς Συνόδου (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα, ΙΙ, 237-238). Ὡστόσο, στόν σχολιασμό τοῦ κανόνα 17 ἀναπτύσσει ἐκτενέστερα τίς διαφωνίες του γιά τόν τίτλο τοῦ «ἐξάρχου», ἀλλά δέν δίνει μία σαφῆ κανονική ἀπάντηση στό ζήτημα τῆς ἀσκήσεως τοῦ Ἐκκλήτου στόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς ἄλλους Πατριαρχικούς θρόνους. Πράγματι, ἐνῶ τόνιζε ρητῶς, ὅτι «ὅτε ἐπίσκοπος κατά μητροπολίτου αὐτοῦ δίκην ἔχει, τότε τῷ Κωνσταντινουπόλεως ἐπιτρέπει τό δικαστήριον. Οὐ πάντων δέ τῶν μητροπολιτῶν πάντως ὁ Κωνσταντινουπόλεως καθιεῖται δικαστής, ἀλλά τῶν ὑποκειμένων αὐτῷ. Οὐ γάρ δή καί τούς τῆς Συρίας μητροπολίτας, ἤ τούς τῆς Παλαιστίνης καί Φοινίκης, ἤ τούς τῆς Αἰγύπτου ἄκοντας ἑλκύσει δικάσασθαι παρ’ αὐτῷ...» (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα, ΙΙ, 259-260). Ἡ ἑρμηνεία ὅμως αὐτή τοῦ Ἰω. Ζωναρᾶ, τήν ὁποία ἀπορρίπτουν ὅλοι οἱ ἄλλοι ἔγκριτοι βυζαντινοί κανονολόγοι, ἤτοι ὁ Πατρτιάρχης Ἀντιοχείας Θεόδωρος Βαλσαμών καί ὁ διαπρεπής νομομαθής Ἀλέξιος Ἀριστηνός, χρησιμοποιήθηκε ἀπό τούς θεολογικούς συμβούλους τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας γιά νά ὑποστηριχθῆ ἀκρίτως, ὅτι ὁ Ἰω. Ζωναρᾶς ἀπέρριπτε δῆθεν ρητῶς καί κατηγορηματικῶς τό δικαίωμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νά δέχεται προσφυγές Ἐκκλήτου ἀπό ἀρχιερεῖς τῶν ἄλλων Πατριαρχικῶν θρόνων τῆς Ἀνατολῆς. Ὡστόσο, στό παρατεθέν κείμενο ἀποκλείεται σαφῶς ἡ κρίση τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως μόνο γιά τούς «ἄκοντας» ἀρχιερεῖς, ἤτοι γιά τούς μή προσφεύγοντες σέ αὐτό μέ τήν ἄσκηση Ἐκκλήτου ἀρχιερεῖς ἄλλου Πατριαρχικοῦ θρόνου. Συνεπῶς, ὅταν ἀσκηθῆ προσφυγή Ἐκκλήτου στόν Οἰκουμενικό θρόνο ἀπό «ἐκόντας» ἀρχιερεῖς ἄλλου Πατριαρχικοῦ θρόνου, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης, ὡς ἔχων τό πρωτεῖον τιμῆς μεταξύ τῶν ἄλλων πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς, ἔχει αὐτονόητη τήν κανονική ὑποχρέωση νά ἐπιληφθῆ τῆς ὑποθέσεως. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, οἱ ἔγκριτοι βυζαντινοί κανονολόγοι τοῦ ΙΒ’ αἰώνα Θεόδωρος Βαλσαμών καί Ἀλέξιος Ἀριστηνός δέν συμφωνοῦσαν, ὅπως θά δοῦμε, μέ τήν ἀντίθετη πρός τήν καθιερωμένη ἐκκλησιαστική πράξη ἀσαφή ἤ ἀμφίσημη μαρτυρία τοῦ Ἰω. Ζωναρᾶ. Ἄλλωστε, ἡ προβαλλόμενη στούς κανόνες 9 καί 17 τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς συνόδου κανονική δυνατότητα ἀσκήσεως Έκκλήτου στόν «ἔξαρχο τῆς Διοικήσεως» ἤ στόν «τῆς βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον» δέν εἰσάγεται μέ τούς κανόνες αὐτούς, ἀφοῦ ἀπορρέει ἀπό τόν ἤδη κατοχυροῦντα τά ἐξαιρετικά «πρεσβεῖα τιμῆς» τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀμέσως μετά τόν θρόνο τῆς Ρώμης, κανόνα 3 τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (381) καί ὄχι βεβαίως ἀπό τούς κανόνες 9 καί 17 τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (451). Πράγματι, ἀμέσως μετά τή Β’ Οἰκουμενική σύνοδο (381) ὁ πρόεδρος αὐτῆς ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριος, καίτοι δέν εἶχε δική του Σύνοδο ἐπισκόπων, ἀποδέχθηκε τό Ἔκκλητον τῶν ἐπισκόπων Ἀγαπίου καί Βαγαδίου τῆς ἐπισκοπῆς Βόστρων τῆς Ἀραβίας γιά τήν καθαίρεση τοῦ Βαγαδίου μόνο ὑπό δύο ἐπισκόπων. Ἑπομένως, συγκάλεσε σέ μία μεγάλη Ἐνδημοῦσα σύνοδο (394) ὅλους τούς ἐξέχοντες ἀρχιεπισκόπους τῆς Ἀνατολῆς (Θεόφιλο Ἀλεξανδρείας, Φλαβιανό Ἀντιοχείας, Ἑλλάδιο Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας καί πολλούς ἄλλους ἐγκρίτους Μητροπολίτες) γιά τή λήψη μιᾶς κοινῆς καί ὁριστικῆς γιά τό θέμα κανονικῆς ἀποφάσεως. Ὑπό τό αὐτό πνεῦμα, ὁ διάδοχός του Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀποδεχόταν ὄχι μόνο τό Ἔκκλητον τῶν διωκομένων ἀπό τόν ἀρχιεπίσκοπο Ἀλεξανδρείας μοναχῶν («Μακρῶν ἀδελφῶν»), ἀλλά καί πλῆθος προσφυγῶν ἀπό τίς Μητροπόλεις τῶν διοικήσεων Ἀσίας καί Θράκης γιά τίς στασιαζόμενες ἐκλογές, χειροτονίες ἤ κρίσεις ἀρχιερέων. Ὡστόσο, ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος Β’ (408-450), μέ τό περιληφθέν στόν Θεοδοσιανό Κώδικα (Codex Theodosianus) Διάταγμά του πρός τόν Ἔπαρχο τοῦ Ἰλλυρικοῦ (Praefectus Praetorio per Illyricum, 421), ὅρισε, ὅτι ὅλες οἱ διαμφισβητούμενες ἐκκλησιαστικές ὑποθέσεις στίς ἐπαρχίες τῶν Διοικήσεων τοῦ Ἰλλυρικοῦ θά ὑπόκεινται στόν ἔλεγχο καί τήν κρίση τοῦ ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως. Συνεπῶς, ἡ ἀναγνώριση ἀπό τήν Δ’ Οἰκουμενική σύνοδο (451) μέ τόν κανόνα 28 τόσο τῶν «ἴσων πρεσβείων» τῶν θρόνων τῆς Πρεσβυτέρας καί τῆς Νέας Ρώμης, ὅσο καί εὐρυτάτης δικαιοδοσίας τῆς Νέας Ρώμης στίς ρωμαϊκές Διοικήσεις Ἀσίας, Πόντου καί Θράκης, μέ τήν ἐπέκτασή της καί στά λεγόμενα «βαρβαρικά μέρη ἤ ἔθνη», κατέστη πλέον ἀδιαμφισβήτητο τό ἤδη ἀσκούμενο κανονικό δικαίωμα νά δέχεται τό Ἔκκλητον ὄχι μόνο ἀπό ἀρχιερεῖς τῶν ἄλλων Πατριαρχικῶν θρόνων τῆς Ἀνατολῆς, ὅπως λ.χ. γιά τήν καταδίκη τοῦ ἤδη καθηρημένου Πατριάρχη Ἀντιοχείας Σεβήρου καί τῶν ὁμοφρόνων του ἀπό τή συγκληθείσα, ὑπό τήν προεδρία τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μηνᾶ, μεγάλη Ἐνδημούσα Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (536), ἀλλά καί ἀπό τούς ἰδίους τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, ὅπως λ.χ. τό Ἔκκλητον τοῦ Πατριάρχη Ἀντιοχείας Γρηγορίου Α’ (570-596) στόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Ἰωάννη Δ’ τόν Νηστευτή (582-595) γιά νά συγκαλέση μία μεγάλη Ἐνδημούσα Σύνοδο καί νά ἐλέγξη τίς ἐναντίον του ἀβάσιμες κατηγορίες γιά ἀντικανονικές ἤ ἐγκληματικές πράξεις (588). Εἶναι λοιπόν εὐνόητο ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Νέας Ρώμης, ἐπειδή εἶχε συνοδικῶς κατοχυρωμένα «ἴσα πρεσβεῖα» μέ τόν Πάπα τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης, προσεφωνεῖτο, ἀμέσως μετά τή Δ’ Οἰκουμενική σύνοδο (451), ὡς «Οἰκουμενικός», ἤτοι ὅπως καί ὁ Πάπας Ρώμης. Συνεπῶς, εἶχε ὅλα τά κανονικά προνόμια τοῦ Πρώτου θρόνου (Prima sedes) στίς σχέσεις τους τόσο μέ τόν Παπικό θρόνο, ὅσο καί μέ τούς ἄλλους Πατριαρχικούς θρόνους τῆς Ἀνατολῆς, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἐμπερίστατοι ὑπό τήν ἐπαχθῆ ἀραβική κυριαρχία καί δέν εἶχαν τήν ἐλευθερία γιά μία ἐνεργότερη συμμετοχή στή συνοδική ἀντιμετώπιση σοβαρῶν ἐκκλησιαστικῶν κρίσεων. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ἡ Ζ’ Οἰκουμενική Σύνοδος (787) ἀποφάσισε, ὅτι μία Μεγάλη Σύνοδος γιά νά εἶναι Οἰκουμενική πρέπει νά ἔχη ἀπαραιτήτως ὡς «συνεργούς», παρόντες ἤ ἐκπροσωπουμένους, τούς Πατριάρχες Ρώμης καί Κωνσταντι¬νουπόλεως καί «συμφρονοῦντας» τούς ἐμπεριστάτους Πατριάρχες Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων (Mansi, XIII, 208- 209). Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ἔγινε ὁμοφώνως ἀποδεκτή, στή συγκληθείσα ὑπό τήν προεδρία τοῦ ἱ. Φωτίου Μείζονα Σύνοδο τῆς Ἁγίας Σοφίας (879-880), ἡ πρόταση τῶν παπικῶν ἀντιπροσώπων γιά τόν κανόνα 1 τῆς Συνόδου, κατά τόν ὁποῖο ὁποιαδήποτε καταδικαστική ἀπόφαση τοῦ Πάπα στή Δύση νά γίνεται ἀμέσως δεκτή καί ἀπό τόν Οἰκουμενικό πατριάρχη, ὅπως καί ὁποιαδήποτε δική του καταδικαστική ἀπόφαση στήν Ἀνατολή νά γίνεται δεκτή καί ἀπό τόν Πάπα Ρώμης (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα, ΙΙ, 705). Ὑπό τό αὐτό πνεῦμα, ὁ πατριάρχης Ἀντιοχείας Θεόδωρος Βαλσαμών, στόν σχολιασμό τοῦ κανόνα 3 τῆς Συνόδου (343) γιά τό ἔκκλητον στόν Πάπα Ρώμης, τονίζει ὀρθῶς, ὅτι «τά μέντοι ὁρισθέντα περί τοῦ Πάπα ἐκληπτέον καί εἰς τόν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, διά τό ἐπί πᾶσιν ὁμοίως καί τοῦτον τῷ Πάπᾳ τιμηθῆναι ἀπό διαφόρων κανόνων» (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα, ΙΙΙ, 237). Ὁ ἱ. Φώτιος, συντάκτης τῶν Τίτλων ΙΙ καί ΙΙΙ «Περί Βασιλέως καί Περί Πατριάρχου» τῆς «Ἐπαναγωγῆς» ἤ «Εἰσαγωγῆς τοῦ Νόμου», τονίζει ἰδαιτέρως στόν τρίτο Τίτλο τό ἤδη καθιερωμένο στήν κανονική παράδοση καί στήν ἐκκλησιαστική πράξη ἀποκλειστικό κανονικό δικαίωμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη νά δέχεται τό Ἔκκλητον καί ἀπό τούς ἄλλους Πατριαρχικούς θρόνους τῆς Ἀνατολῆς. Πράγματι, κατά τόν τρίτο Τίτλο τῆς Ἐπαγωγῆς, «ὁ Κωνσταντινουπόλεως θρόνος, ἐπικυρωθείς ταῖς Συνοδικαῖς ψήφοις, Πρῶτος ἀνερρήθη, αἷς οἱ θεῖοι κατακολουθοῦντες νόμοι καί τάς ὑπό τούς ἑτέρους θρόνους (=Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων) γινομένας ἀμφισβητήσεις ὑπό τήν ἐκείνου (Κωνσταντινουπόλεως) προστάττουσιν ἀναφέρεσθαι διάγνωσιν καί κρίσιν», γι’ αὐτό «τῷ Κωνσταντινουπόλεως Προέδρῳ ἔξεστι καί ἐν ταῖς τῶν ἄλλων (=Πατριαρχικῶν) θρόνων ἐνορίαις...Σταυροπήγια διδόναι...» (Περί Πατριάρχου ΙΙΙ, 9-10). Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ὁ ἔγκριτος νομομαθής καί κανονολόγος τοῦ ΙΒ’ αἰώνα Ἀλέξιος Ἀριστηνός, στόν σχολιασμό τοῦ κανόνα 9 τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (451), τονίζει σαφῶς, ὅτι «ἐπίσκοπος ἤ κληρικός, εἰ κατά μητροπολίτου ἔχει τινά ὑπόθεσιν, ἤ παρά τῷ Ἐξάρχῳ τῆς διοικήσεως, ἤτοι τῷ Πατριάρχῃ, ὑφ’ ὅν τελοῦσιν οἱ τῶν ἐπαρχιῶν ἐκείνων μητροπολῖται, δικάζεσθαι, ἤ παρά τῷ Πατριάρχῃ Κωνσταντινουπόλεως, ὅπερ προνόμιον οὐδενί τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν ἐδόθη, οὔτε ἀπό τῶν κανόνων, οὔτε ἀπό τῶν νόμων, τό δικάζεσθαι μητροπολίτην τελοῦντα ὑφ’ ἕτερον Πατριάρχην, παρά Πατριάρχῃ ἑτέρῳ, εἰ μή μόνῳ τῷ Κωνσταντινουπόλεως» (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα, ΙΙ, 240). Συνεπῶς, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ἐπειδή εἶχε τό δικαίωμα νά δέχεται τό Ἔκκλητον καί ἀπό τούς ἄλλους Πατριαρχικούς θρόνους τῆς Ἀνατολῆς, εἶχε καί τό δικαίωμα νά ἱδρύη Σταυροπήγια καί στούς ἄλλους Πατριαρχικούς θρόνους. Ἄλλωστε, μετά τό σχίσμα τοῦ ΙΑ’ αἰώνα (1054), οἱ παρεπιδημοῦντες στήν Κωνσταντινούπολη ἐμπερίστατοι Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς προσεκαλοῦντο καί συμμετεῖχαν στίς Μείζονες Ἐνδημοῦσες Συνόδους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὅταν ἔπρεπε νά ἀντιμετωπισθοῦν σοβαρά ζητήματα πίστεως ἤ κανονικῆς τάξεως. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ὁ ἔγκριτος κανονολόγος καί Πατριάρχης Ἀντιοχείας Θεόδωρος Βαλσαμών (1185-1199), στόν σχολιασμό τοῦ κανόνα 6 τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (381), ἀντικρούει τούς ἀμφισβητοῦντες τό οἰκουμενικό κῦρος τῆς Πατριαρχικῆς συνόδου τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τονίζει δέ ρητῶς, «ὅτι ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος, κἄν Οἰκουμενική Σύνοδος οὐκ ἐστίν, ὡς μή παρρησιαζόντων καί τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν, ἀλλά μείζων ἐστί πασῶν τῶν Συνόδων, καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ταύτης Οἰκουμενικός Πατριάρχης καλεῖται» (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα, ΙΙ, 186). Βεβαίως, στήν Πατριαρχική σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, στήν ὁποία παρίσταντο ἤ ἐξεπροσωποῦντο οἱ προσκαλούμενοι ἤ παρεπιδημοῦντες στήν Κωνσταντινούπολη ἐμπερίστατοι Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς ἦταν αὐξημένο ἤ ἀδιαμφισβήτητο τό κῦρος τῶν ἀποφάσεών της, ἀφοῦ ἔγιναν δεκτές ἤ εἶχαν τή συναίνεση τῆς «τετρακτύος» τῶν ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν. Ἡ καθιερωμένη αὐτή κανονική παράδοση ἐφαρμόσθηκε γενικῶς κατά τούς χαλεπούς καιρούς τῆς μεταβυζαντικῆς περιόδου, ὑπό τήν Προεδρία πάντοτε τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη, γιά τή συνοδική ἀντιμετώπιση τῶν ἀπειλούντων τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας σοβαρῶν ζητημάτων πίστεως ἤ κανονικῆς τάξεως. Πράγματι, Μείζονες Ἐνδημοῦσες Σύνοδοι συγκλήθηκαν λ.χ. γιά τήν ἀποκήρυξη τῆς ἑνωτικῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας (1484), γιά τήν ἐπικύρωση τῆς ἀποφάσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Ἱερεμίου Β’ νά ἀνακηρύξη μέ «Πατριαρχικόν Χρυσόβουλλον» τή Μητρόπολη Μόσχας σέ Πατριαρχεῖο (1590, 1593), γιά τήν καταδίκη τῆς ἀποδιδομένης στόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρι καλβινικῆς Ὁμολογίας πίστεως (1638, 1642, 1672, 1691), γιά τήν ἀντιμετώπιση τοῦ πολυπλόκου Συναϊτικοῦ ζητήματος (1575, 1615, 1645, 1648, 1670), γιά τήν ἀξιολόγηση τοῦ ζητήματος τῶν ἀγγλικανῶν Ἀνωμότων (1718, 1723, 1727), γιά τήν καταδίκη τῶν ἐθνοφυλετικῶν παροξυσμῶν τῆς Βουλγαρικῆς Ἐξαρχίας (1872) κ.ἄ. Συνεπῶς, ἡ ἄσκηση Ἐκκλήτου στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀπό ἀρχιερεῖς τῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς ἦταν πλέον ἕνα αὐτονόητο κανονικό δικαίωμα, τό ὁποῖο μποροῦσε νά κριθῆ τόσο ἀπό τήν Πατριαρχική Σύνοδο, ὅσο καί ἀπό μία Μείζονα Ἐνδημούσα Σύνοδο, ἀναλόγως πρός τή σοβαρότητα τοῦ παραπεμπομένου ζητήματος ἤ τῶν πιθανῶν ἀνεπιθυμήτων προεκτάσεων ἤ συνεπειῶν γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε, σέ ὅλους τούς Πατριαρχικούς καί Συνοδικούς Τόμους γιά τήν ἀπόδοση τῆς Αὐτοκεφαλίας ἤ τῆς Πατριαρχικῆς ἀξίας σέ μία αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τονίζεται μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση ὄχι μόνο ἡ ἄρρηκτη πνευματική σχέση τους μέ τή Μητέρα Ἐκκλησία, ἀλλά καί ἡ αὐτονόητη μέριμνα ἤ συνδρομή τῆς Μητρός Ἐκκλησίας γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν ἐσωτερικῶν θεολογικῶν, κανονικῶν ἤ ποιμαντικῶν προβλημάτων τους μετά ἀπό σχετική αἴτησή τους. β‘. Ἡ ἐφαρμογή τοῦ Ἐκκλήτου ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσσίας Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ὁ Οἰκουμενικός πατριάρχης Ἱερεμίας Β’ στό «ἐπιτοπίως» ἐπιδοθέν «Πατριαρχικόν Χρυσόβουλλον» (1589), ὅπως καί στό «Συνοδικόν Γράμμα» ἤ «Τόμον» τῆς Μεγάλης Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1590), μέ τή συναίνεση μάλιστα καί τῶν ἄλλων ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς, ὁ Πατριάρχης Μόσχας ὄφειλε, «ἵνα ὡς κεφαλήν καί ἀρχήν ἔχῃ αὐτός τόν ἀποστολικόν Θρόνον τῆς τοῦ Κωνσταντίνου πόλεως, ὡς καί οἱ ἄλλοι Πατριάρχαι». Ἡ σοβαρή λοιπόν κρίση στίς σχέσεις τοῦ τσάρου Ἀλεξίου μέ τόν Πατριάρχη Μόσχας Νίκωνα (1652-1666) προκάλεσε τήν ὑποβολή μιᾶς σειρᾶς κανονικῶν «Ἐρωτήσεων» στόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη γιά νά ἔχη στίς «Ἀποκρίσεις» του τήν κοινή γνώμη τῶν τεσσάρων ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν, ἡ ὁποία ἐκφράσθηκε ὁμοφώνως στόν περίφημο «Τόμον ζητημάτων τινῶν ἀναγκαίων...» (1663). Σημαντικότερη γιά τό θέμα αὐτό ἦταν ἡ ὀγδόη «Ἐρώτησις»: «Εἰ τῷ Κωνσταντινουπόλει θρόνῳ ἐφεῖται πᾶσα κρίσις ἄλλων Ἐκκλησιῶν καί παρ’αὐτοῦ λαμβάνει ἑκάστη ὑπόθεσις ἐκκλησιαστική πέρας». Ἡ ὁμόφωνη «Ἀπόκρισις» τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν ἦταν σαφής: «Τό προνόμιον τοῦτο τῷ πάπᾳ Ρώμης ἦν πρό τοῦ διαραγῆναι τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ὑπό ἀλαζονίας καί ἐθελοκακίας, ἤδη δέ διαρραγέντος, αἱ ὑποθέσεις αὗται τῶν Ἐκκλησιῶν εἰς τόν τῆς Κωνσταντινουπόλεως θρόνον ἀναφέρονται καί παρ’αὐτοῦ τάς ἀποφάσεις λαμβάνουσιν, ὡς τά ἴσα πρωτεῖα, κατά τούς κανόνας (=καν. 4 Σαρδικῆς), ἔχοντος τῆς Παλαιᾶς Ρώμης...». Καί ἐκ τοῦ Βαλσαμῶνος: «Μή εἶναι τά περί τοῦ πάπα ὁρισθέντα ἰδικά τούτου καί μόνου προνόμια, ἀλλ’ἐξακούεσθαι καί εἰς τόν Κωνσταντινουπόλεως, ἤδη δέ ἀπορραγέντος τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης ἀπό τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, μόνον εἰς τόν Οἰκουμενικόν ἀναφέρονται θρόνον. Εἰ δέ συναινοῦσι καί οἱ λοιποί Πατριάρχαι, εἰ τυχόν εἴη μείζων ὑπόθεσις ἀμετάβλητος ἔστι ἡ ἐξενεχθεῖσα ἀπόφασις...» (Κ. Δελικάνη, Πατρ. Ἔγγραφα, ΙΙΙ, 102-103). Εἶναι λοιπόν προφανές ὅτι ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης, ὡς ὁ Πρῶτος μεταξύ τῶν ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν, εἶχε πάντοτε καί ἔχει συνεχῶς τό ἀποκλειστικό καί ἀπαράγραπτο κανονικό δικαίωμα νά δέχεται προσφυγές Ἐκκλήτου ἀπό ὅλους τούς Πατριαρχικούς θρόνους, ἄν ὅμως εἶναι μία «μείζων ἐκκλησιαστική ὑπόθεσις», ὅπως λ.χ. ἡ κρίση ἑνός Πατριάρχη, εἶναι κανονικῶς ὀρθό νά συναινοῦν καί οἱ ἄλλοι Πατριάρχες. Εἶναι λοιπόν εὐνόητο τό αἴτημα τοῦ τσάρου, μέ Ἐπιστολή του πρός τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη (Σεπτ. 1664), ἡ συνοδική κρίση τοῦ παραιτηθέντος Πατριάρχη Μόσχας Νίκωνα νά γίνη μέ τή συναίνεση τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν στή Μόσχα ἀπό μία Μείζονα Σύνοδο (1666) μέ τή συμμετοχή τῶν ἐξουσιοδοτημένων ἀπό τούς Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως καί Ἱεροσολύμων Πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας Παϊσίου καί Ἀντιοχείας Μακαρίου, τῶν παρόντων ρωμαίων ἐπισκόπων, τῶν μητροπολιτῶν, ἀρχιεπισκόπων καί ἐπισκόπων τοῦ Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας, παρι¬σταμένων δέ 130 ἀρχιμανδριτῶν, ἡγουμένων καί πολλῶν κληρικῶν, γι’αὐτό καί ἡ ληφθείσα ἀπόφαση καθαιρέσεως τοῦ πατριάρχη Νίκωνα ἦταν ὁριστική καί ἀμετάκλητη. Σημαντική ὅμως εἶναι ἡ ἄσκηση Ἐκκλήτου καί ἀπό τόν Πατριάρχη Μόσχας Ἀδριανό (1690-1700), ὁ ὁποῖος πιεζόταν ἀπό τόν τσάρο Μ. Πέτρο, ἀπό τήν ἡγεσία τῆς Λιθουανίας καί ἀπό τόν μητροπολίτη Κιέβου Βαρλαάμ νά χειροτονήση κατ’ οἰκονομίαν τόν λατινόφρονα Διονύσιο στήν ἐπισκοπή Λούτσκ. Ὡστόσο, φοβούμενος τήν προσχώρησή του στά ἀθέμιτα σχέδια τῆς παπικῆς Οὐνίας, ἀρνήθηκε νά συναινέση καί ἔκρινε ἀναγκαία τήν ἄμεση παρέμβαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχη γιά τήν ἀποτροπή της. Συνεπῶς, ὁ Πατριάρχης Μόσχας ἀπευθύνθηκε: «τῷ Παναγιωτάτῳ καί Παμμακαριωτάτῳ αὐθέντῃ καί δεσπότῃ, ἀδελφῷ καί συλλειτουργῷ τῆς ἡμῶν μετριότητος κυρίῳ Καλλινίκῳ, ἀρχιεπισκόπῳ τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης καί Οἰκουμενικῷ Πατριάρχῃ», γιά νά ἀσκήση τό Ἐκκλητον καί νά ζητήση τήν ἄμεση παρέμβασή του. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, τόνιζε ὅτι «ὑπό τοιαύτης ἀνάγκης ἡμεῖς ἔχομεν, βιαζόμεθα καί συμπάσχομεν, ἀλλά συγγνώμην καί βουλήν ἐπί τοιοῦτον ἔργον, ὡς νεοφανές καί μηδέποτε γενόμενον, ἐν ὑποδείγματι περί ἄλλου ὁμοίου μή εὑρεθέν, ἀφ’ ἑαυτοῦ δοῦναι οὐκ ἐτολμήσαμεν. Καί γάρ γνωστός ἡμῖν ὁ τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν ὅρος, λέγων οὕτως: ἄνευ Οἰκουμενικῆς συνόδου οὐδείς δύναται τι θρόνος νεωστί ἀναβλαστηθέν ἀπόρως ἔχειν ἀποτελέσαι. Διά τοῦτο, ἵνα μή πλέον ἐνοχληθῶμεν, ἔχοντες τήν τῶν μεγάλων ἡμῶν μοναρχῶν, τῶν τῆς Ἐκκλησίας ὑπερασπιστῶν, συνευδόκησιν, ἐπέμψαμεν πρός τήν Ὑμετέραν Παναγιότητα, ἵνα, συνοδικῶς καί εὐλόγως ἀνακρίνοντες περί τοῦ ἔργου, δικαίαν διάκρισιν ἤ λύσιν, κοινῆς χάριν ὠφελείας καί τῆς Ἐκκλησίας βεβαιότητος, ποιήσητε καί ἐγγράφως ἀποπέμψητε, εἰ δυνατόν ἐστι τό τόν ἄνδρα μοναχόν γενέσθαι ἐπίσκοπον. Ὅθεν καί παρακαλοῦντες τήν Ὑμετέραν πνευματικήν εὔνοιαν, προσδοκῶ¬μεν διά τάχους πληροφορίαν...» (Κ. Δελικάνη, Πατρ. Ἔγγραφα, ΙΙΙ, 200-203). Βεβαίως, ἀνάλογη ἦταν ἡ ἀντίδραση τοῦ Πατριάρχη Μόσχας Ἀδριανοῦ (1690-1700) καί στήν ἐπίμονη ἀξίωση τοῦ τσάρου Μ. Πέτρου νά ἐπιβάλη τή χειροτονία τοῦ λατινοφίλου ἀποφοίτου τῆς Ἀκαδημίας τοῦ Κιέβου Στεφάνου Ἰαβόρσκυ στήν ἐπισκοπή Ριαζάν, ὥστε νά εἶναι ὁ διάδοχος τοῦ Ἀδριανοῦ στό Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης συζήτησε τό θέμα αὐτό μέ τό ἐνδημούντα στήν Κωνσταντινούπολη Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Δοσίθεο καί μέ τά μέλη τῆς Πατριαρχικῆς συνόδου γιά τόν χρόνο καί τόν τρόπο παρεμβάσεως πρός ἀποτροπή τῶν σχεδίων τοῦ τσάρου, ὥστε νά μην ἐπιτραπῆ ἡ διείσδυση τῆς παπικῆς Οὐνίας καί στό Βασίλειο τῆς Μεγάλης Ρωσσίας. Εἶναι λοιπόν πολύ σημαντική καί πολύτιμη ἡ ἐπίσημη θέση τοῦ Πατριάρχη Ἱεροσολύμων ὄχι μόνο γιά τήν κανονικῶς κατοχυρωμένη ὑπερέχουσα αὐθεντία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη νά παρεμβαίνη στά ἐκκλησιαστικά πράγματα τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ὅταν μάλιστα προκύπτουν δυσεπίλυτα προβλήματα, ἀλλά καί γιά τήν ἰδιαίτερη κανονική σχέση τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου τόσο μέ τό Πατριαρχεῖο Μόσχας, ὅσο καί μέ τή μεγάλη Μητρόπολη Κιέβου. Ὑπό τήν προοπτική αὐτή, ὁ Δοσίθεος προέτρεπε ἐπιμόνως τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη νά ἀναλάβη ἀμέσως τίς δέουσες πρωτοβουλίες γιά νά ἀποτρέψη ὀφειλετικῶς τή διείσδυση τῆς παπικῆς Οὐνίας καί στό Πατριαρχεῖο Μόσχας. Συνεπῶς, ὑποστήριζε, μέ χαρακτηριστική μάλιστα ἔμφαση, ὅτι ἡ «ἡ ἀρχή καί τό θεμέλιον καί τέως εἰπεῖν πᾶν τῆς διορθώσεως δεῖ γενέσθαι παρά τῆς Ὑμετέρας Παναγιότητος καί τῆς περί Αὐτήν Ἱερᾶς καί Ἁγίας Συνόδου καί διά τό ἀξίωμα τοῦ θρόνου (=πρωτεῖον τιμῆς) καί διότι ἡ Μοσκοβία (εἶναι) Ὑμετέρα Ἐπαρχία...» (Κ. Δελικάνη, Πατρ. Ἔγγραφα, ΙΙΙ, 211-215). Βεβαίως, ὁ Στέφανος Ἰαβόρσκυ δέν διαδέχθηκε τόν ἀποθανόντα Ἀδριανό (1700), ἀφοῦ ὁ Μ. Πέτρος εἶχε ἤδη ἀποφασίσει τήν κατάργηση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, γι’ αὐτό ἄφησε κενό τόν Πατριαρχικό θρόνο τῆς Μόσχας (1700-1720) μέχρι τήν ἐξασφάλιση τῆς ἐγκρίσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη καί τῆς συναινέσεως τῶν ἄλλων τριῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν γιά τήν ἐπίσημη κατάργησή του (1721). Ὡστόσο, Πρόεδρος τῆς συσταθείσας «Ἱερᾶς Διοικούσας Συνόδου» ὁρίσθηκε ὁ ἐπίσκοπος Ριαζάν Στέφανος Ἰαβόρσκυ, χωρίς ὅμως οὐσιαστικές ἐξουσίες στήν ἄσκηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοιήσεως, ἀφοῦ δεσπόζουσα αὐθεντία στή λειτουργία της ἦταν ὁ «Ἐπίτροπος τοῦ τσάρου» στή Σύνοδο (oberprocuror). Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, στή Συνοδική περίοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας (1721-1917) ἐνισχύθηκαν οἱ σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας τόσο μέ τό Οἰκουμενικό πατριαρχεῖο, ὅσο καί μέ τά ἄλλα πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς. Συνεπῶς, κατά τήν ὁμόφωνη κανονική παράδοση καί τή διαχρονική ἐκκλησιαστική πράξη εἶναι προφανῶς ἀβάσιμη καί παντελῶς ἐσφαλμένη ἡ ἄποψη τῶν θεολογικῶν συμβούλων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ὅτι δῆθεν τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο οὐδέποτε εἶχε τό κανονικό δικαίωμα νά δέχεται καί ὅτι οὐδέποτε δέχθηκε προσφυγές Ἐκκλήτου καί ἀπό τούς ἄλλους Πατριαρχικούς θρόνους. Ἄλλωστε, ἡ διαπίστωση αὐτή δέν εἶναι δυνατόν νά ἀμφισβητηθῆ, ὅπως εἴδαμε, μέ μόνη τήν ἐπίκληση τῆς ἀσαφοῦς καί προφανῶς ἀμφίσημης μαρτυρίας τοῦ διαπρεποῦς βυζαντινοῦ κανονολόγου Ἰω. Ζωναρᾶ στόν σχολιασμό τῶν σχετικῶν κανόνων 9 καί 17 τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (451). Ἡ ὁποιαδήποτε λοιπόν ἐπίκληση τῆς μαρτυρίας αὐτῆς εἶναι πλέον παντελῶς ἀβάσιμη καί ὁπωσδήποτε ἐσφαλμένη, γιατί ὁ σχολιασμός τῶν δύο αὐτῶν κανόνων ἀπό τόν Ἰω. Ζωναρᾶ ἀποκλείει τήν κρίση ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη μόνο «ἀκόντων» ἀρχιερέων ἀπό τούς ἄλλους Πατριαρχικούς θρόνους, ἤτοι τῶν μή ἀσκησάντων τό δικαίωμα τοῦ Ἐκκλήτου, ἀλλ’ὅμως ὄχι καί τῶν «ἐκόντων» ἀρχιερέων, ἤτοι τῶν ἀσκησάντων τό Ἔκκλητον. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, δέν ἀποδέχθηκαν τήν ἀμφίσημη αὐτή θέση οἱ ἄλλοι ἔγκριτοι βυζαντινοί κανονολόγοι (Θεόδωρος Βαλσαμών, Ἀλέξιος Ἀριστηνός κ.ἄ.), γιατί γνώριζαν καλῶς ὅτι τό δικαίωμα τοῦ Ἐκκλήτου στόν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως-Νέας Ρώμης ἀπέρρεε ἀπό «τά πρεσβεῖα τιμῆς» τοῦ θρόνου, ὅπως αὐτά κατοχυρώθηκαν στόν κανόνα 3 τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (381) καί στόν κανόνα 28 τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (451), ἀλλ’ὄχι βεβαίως ἀπό τούς κανόνες 9 καί 17 τῆς αὐτῆς Οἰκουμενικῆς συνόδου, οἱ ὁποῖοι ἁπλῶς κατοχυρώνουν τήν καθιερωμένη ἐκκλησιαστική πράξη. γ‘. Τό Πρωτεῖον τιμῆς καί τό Ἔκκλητον στόν Οἰκουμενικό θρόνο Εἶναι λοιπόν εὐνόητο, ὅτι τό δικαίωμα τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως νά δέχεται τό Ἔκκλητον καί ἀπό τούς ἄλλους Πατριαρχικούς θρόνους τῆς Ἀνατολῆς συνδέεται ἀρρήκτως πρός τά αὐτονόητα κανονικά προνόμια τοῦ Πρώτου θρόνου σέ ἐπαρχιακή, περιφερειακή καί οἰκουμενική προοπτική, γι’αὐτό ὑποστηρίζεται πάντοτε μέ τήν ἐπίκληση τῶν προνομίων τοῦ Παπικοῦ θρόνου, ὡς τοῦ Πρώτου θρόνου (Prima sedes) τῆς Ἐκκλησίας τῆς Δύσεως. Ἄλλωστε, οἱ θρόνοι τῆς Πρεσβυτέρας καί τῆς Νέας Ρώμης εἶχαν «τά ἴσα πρεσβεῖα» στήν πρωτοκαθεδρία τῶν Πατριαρχικῶν θρόνων, συμφώνως πρός τόν κανόνα 28 τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (451), γι’αὐτό ἡ ἀλληλέγγυα καί ἰσότιμη συνεργασία τους ἦταν ἀναγκαία γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως διακηρύχθηκε ἤδη ἀπό τούς Παπικούς ἀντιπροσώπους στή Δ’ Οἰκουμενική σύνοδο γιά τήν ἄσκηση τῆς Προεδρίας τῆς Συνόδου ἀπό τόν ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Ἀνατόλιο καί ὅπως ἐκφράσθηκε στόν κανόνα 1 τῆς Μείζονος Συνόδου τῆς Ἁγίας Σοφίας (879-880), μέ πρόταση ἐπίσης τῶν ἐκπροσώπων τοῦ παπικοῦ θρόνου στή Σύνοδο. Συνεπῶς, ὁ κανονικός θεσμός τοῦ Πρώτου σέ ὅλα τά κανονικά συστήματα διοικητικῆς ὀργανώσεως τῆς Ἐκκλησίας σέ τοπική, περιφερειακή καί οἰκουμενική προοπτική δέν εἶναι μία ἁπλή τιμητική διάκριση, ἀφοῦ ἔχει ἀδιαμφισβήτητο ἐκκλησιολογικό ἔρεισμα καί συνδέεται ἀρρήτως μέ τήν ὅλη συνοδική λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἀποτελεσματική ὑπεράσπιση τῆς ἑνότητας τοῦ ὅλου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος στήν κοινωνία τῆς πίστεως καί στόν σύνδεσμο τῆς ἀγάπης. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό διαμορφώθηκε ἡ ὅλη κανονική παράδοση γιά τήν ἀπόλυτη ἀναγκαιότητα τοῦ Πρώτου (sine qua non) τόσο γιά τή διοικητική ὀργάνωση, ὅσο καί γιά τή συνοδική λειτουργία τοῦ μητροπολιτικοῦ, τοῦ ἐξαρχικοῦ καί τοῦ πατριαρχικοῦ συστήματος (καν. 4, 5, 6 καί 7 τῆς Α’, 2 καί 6 τῆς Β’, 8 τῆς Γ’, 9, 17, 28 καί 30 τῆς 30 τῆς Δ’, 36 καί 39 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς συνόδου, 9, 12, 14, 15, 16, 17, 19 καί 20 Ἀντιοχείας, 3, 4 καί 5 τῆς Σαρδικῆς, 49 καί 50 Καρθαγένης, 13, 14 καί 15 τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως). Τό πνεῦμα αὐτό ἐκφράζει μέ ἔξοχο τρόπο ὁ κανόνας 34 τῶν Ἀποστόλων, ὁ ὁποῖος τονίζει, ὅτι «τούς ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους εἰδέναι χρή τόν ἐν αὐτοῖς Πρῶτον καί ἡγεῖσθαι αὐτόν ὡς Κεφαλήν, καί μηδέν τι πράττειν περιττόν ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης. Ἐκεῖνα δέ μόνα πράττειν ἕκαστον, ὅσα τῇ αὐτοῦ παροικίᾳ ἐπιβάλλει καί ταῖς ὑπ’ αὐτήν χωραις. Ἀλλά μηδέ ἐκεῖνος ἄνευ τῆς τῶν πάντων γνώμης ποιείτω τι. Οὕτω γάρ ὁμόνοια ἔσται καί δοξασθήσεται ὁ Θεός διά Κυρίου ἐν ἁγίῳ Πνεύματι∙ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί το Ἅγιον Πνεῦμα». Ὁ σχολιασμός τοῦ κανόνα ἀπό τόν ἔγκριτο κανονολόγο Ἰω. Ζωναρᾶ προβάλλει μέ ἐπίσης ἔξοχο τρόπο τό ἐκκλησιολογικό βάθος τοῦ ἐξαιρετικοῦ ρόλου τοῦ Πρώτου γιά τήν ἁρμονική λειτουργία τοῦ ὅλου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Πράγματι, τονίζει σαφῶς ὅτι «ὥσπερ τά σώματα, μή τήν οἰκείαν ἐνέργειαν σωζούσης τῆς κεφαλῆς, πλημμελῶς κινοῦνται ἤ καί ἄχρηστα εἰσι παντςλῶς, οὕτω καί τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, εἰ μή ὁ Πρωτεύων τούτου καί τάξιν πληρῶν Κεφαλῆς, ἐπί τῆς οἰκείας διατηροῖτο τιμῆς, ἀτάκτως καί πλημμελῶς κινηθήσεται. Διά τοῦτο ὁ παρών κανών τούς ἑκάστης ἐπαρχίας Πρώτους ἐπισκόπους, τούς τῶν μητροπόλεων δηλονότι ἀρχιερεῖς, Κεφαλήν ἡγεῖσθαι ὑπό τῶν ἄλλων ἐπισκόπων τῆς αὐτῆς ἐπαρχίας κελεύει, καί χωρίς ἐκείνων (=Πρώτων) μηδέν ποιεῖν, ὅ εἰς κοινήν ἀφορᾶ τῆς Ἐκκλησίας κατάστασιν...» (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα, ΙΙ, 45). Συνεπῶς, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἦταν πάντοτε Πρῶτος ὄχι μόνο στήν πατριαρχική του δικαιοδοσία, ἀλλά καί στόν κανονικό θεσμό τῆς Πενταρχίας τῶν πατριαρχῶν, ἀφοῦ ἔχει «τά ἴσα πρεσβεῖα» μέ τόν θρόνο τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης, καίτοι εἶχε τή δεύτερη θέση στήν τάξη προκαθεδρίας τῶν πέντε Πατριαρχικῶν θρόνων, συμφώνως πρός τή σχετική διατύπωση τοῦ κανόνα 3 τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (381), ἤτοι ὅτι ὁ ἐπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ἔχει «τά πρεσβεῖα τιμῆς μετά τόν τῆς Ρώμης ἐπίσκοπον». Βεβαίως, ἡ πρωτοκαθεδρία τοῦ θρόνου τῆς Ρώμης δέν ἦταν μόνο «Πρωτεῖον τιμῆς», ἀφοῦ συνεπαγόταν τήν προταξη τοῦ Πάπα Ρώμης ἔναντι τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τόσο στήν ἐνεργοποίηση, ὅσο καί στή λειτουργία τοῦ Συνοδικοῦ συστήματος γιά τήν ἀντιμετώπιση σοβαρῶν ζητημάτων πίστεως ἤ κανονικῆς τάξεως, τά ὁποῖα ὑπερέβαιναν τίς ἁρμοδιότητες ἑνός Πατριαρχείου. Βεβαίως, ὁ Ἰω. Ζωναρᾶς, στόν σχολιασμό τοῦ κανόνα 3 τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (381), δίνει μεγάλη ἔμφαση στήν πρόθεση «μετά», ἡ ὁποία δέν εἶναι συμβατή μέ «τά ἴσα πρεσβεῖα» τῶν δύο θρόνων στόν κανόνα 28 τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (451). Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ὁ ἔγκριτος βυζαντινός κανονολόγος τονίζει, ὅτι «τήν πρόθεσιν τήν μετά, ἔνιοι τοῦ χρόνου δηλωτικήν ἔφασαν εἶναι καί οὐχ ὑποβιβασμόν τῆς τιμῆς πρός τήν πρεσβυτέραν Ρώμην...Φασίν οὖν ὅτι, ἐπεί τῶν ἴσων ἀξιοῦσιν αὐτήν τιμῶν, πῶς ἡ μετά πρόθεσις ὑποπτώσεως δηλωτική...Ἐντεῦθεν οὖν ἐναργῶς δείκνυται (=Νεαρά 131 τοῦ Ἰουστινιανοῦ) ἡ μετά πρόθεσις ὑποβιβασμόν δηλοῦσα καί ἐλάττωσιν. Καί ἄλλως δέ ἀδύνατος ἄν εἴη τό ταυτόν τῆς τιμῆς καί ἀμφοτέροις τοῖς θρόνοις φυλάττεσθαι (=στήν ἐκκλησιαστική πράξη). Ἀνάγκη γάρ ἐν ταῖς ἀναφοραῖς τῶν ὀνομάτων (Μνημόσυνον) τῶν προϊσταμένων αὐτῶν τόν μέν προτερεύειν, τόν δέ δευτερεύειν, καί ἐν ταῖς καθέδραις, ὅτε συνέλθοιεν, καί εἰ ταῖς ὑπογραφαῖς, ὅτε τούτων δεήσει (=συνόδους). Ἡ γοῦν τοῦ μετά ἐξήγησις ἡ λέγουσα τοῦ χρόνου δηλωτικήν εἶναι πρόθεσιν καί οὗχ ὑποβιβασμοῦ, βεβιασμένη ἐστι, καί διανοίας οὐκ εὐθείας, οὐδ’ ἀγάπης...» (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα, ΙΙ, 173-174). Ἀντιθέτως, ὁ ἐπίσης ἔγκριτος βυζαντινός νομομαθής καί κανονολόγος Ἀλέξιος Ἀριστηνός ὑποστήριζε, μέ κύριο γνώμονα τόν κανόνα 28 τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς συνόδου γιά «τά ἴσα πρεσβεῖα» τῶν θρόνων τῆς Πρεσβυτέρας καί τῆς Νέας Ρώμης, ὅτι «τό γάρ μετά ἐνταῦθα οὐ τῆς τιμῆς, ἀλλά τοῦ χρόνου ἐστί δηλωτικόν, ὡς ἄν εἴποι τις, ὅτι μετά πολλούς χρόνους τῆς ἴσης τιμῆς τῷ Ρώμης μετέσχε καί ὁ Κωνσταντινουπόλεως» (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα, ΙΙ, 176). Συνεπῶς, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὡς ὁ Πρῶτος θρόνος στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς, ἦταν πάντοτε ex officio ὁ διαχρονικός φύλακας καί ἐγγυητής ὄχι μόνο τῆς κανονικῆς τάξεως, ἀλλά καί τῆς αὐθεντικῆς λειτουργίας τοῦ συνοδικοῦ συστήματος γι’αὐτό εἶχε πάντοτε καί ἔχει συνεχῶς ἀδιαμφισβήτητο τό κανονικό δικαίωμα νά δέχεται τό Ἔκκλητον ἀρχιερέων ἀπό τούς ἄλλους Πατριαρχικούς θρόνους, πολύ δέ περισσότερο ἀπό τήν ὑπαγομένη στήν κανονική ἐξαρχική δικαιοδοσία του Μητρόπολη Κιέβου καί πάσης Οὐκρανίας. δ‘. Ἡ ἐφαρμογή τοῦ Ἐκκλήτου στήν Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας Εἶναι λοιπόν προφανές ἀπό τά ἀνωτέρω περιεκτικῶς ἐκτεθέντα ὅτι κατά τήν ὁμόφωνη κανονική παράδοση, στήν ὁποία ἐντάσσεται ἀπό τούς θεολογικούς συμβούλους τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας καί ἡ ἀκρίτως παρανοούμενη, ὅπως εἴδαμε, μαρτυρία τοῦ Ἰω. Ζωναρᾶ στόν ὑπομνηματισμό τῶν κανόνων 9 καί 17 τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (451), τό μέν Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο εἶχε πάντοτε τό ἀδιαμφισβήτητο κανονικό δικαίωμα νά δέχεται τό Ἔκκλητον ἀρχιερέων ἀπό τούς ἄλλους Πατριαρχικούς θρόνους τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλ’ὅμως καί οἱ ἀρχιερεῖς τῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς εἶχαν τό κανονικό δικαίωμα νά ἀσκοῦν τό Ἔκκλητον στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο γιά τήν ἀναθεώρηση μιᾶς στασιαζομένης καταδικαστικῆς ἀποφάσεως στόν δικό τους Πατριαρχικό θρόνο. Τό ἀμφίδρομο αὐτό δικαίωμα τοῦ Ἐκκλήτου, τό ὁποῖο ἀπέρρεε ἀπό «τά ἴσα πρεσβεῖα τιμῆς» τῶν θρόνων τῆς Πρεσβυτέρας καί τῆς Νέας Ρώμης, ἐκφράσθηκε μέ τήν ἐξαιρετική αὐθεντία τους στή διαχρονική ἐκκλησιαστική πράξη ὄχι μόνο γιά τήν ὑπεράσπιση τῆς ὀρθοδοξίας τῆς πίστεως, ἀλλά καί γιά τόν ἔλεγχο τῆς τηρήσεως τῆς κανονικῆς παραδόσεως στήν ἐκλογή, τή χειροτονία καί τήν κρίση τῶν ἐπισκόπων. Ἄλλωστε, ὁ συνταχθείς μετά ἀπό πρόταση τῶν παπικῶν ἀντιπροσώπων σημαντικός κανόνας 1 τῆς Μείζονος Συνόδου Κωνσταντινουπόλεως (879-880), ὅριζε ὅτι ὁ μέν Πάπας Ρώμης δέν θά δέχεται τό Ἔκκλητον ἀπό ἀρχιερεῖς τῆς Ἀνατολῆς καί ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δέν θά δέχεται τό Ἔκκλητον ἀπό ἀρχιερεῖς τῆς Δύσεως. Συνεπῶς, τό Πρωτεῖον τιμῆς τῶν θρόνων τῆς Πρεσβυτέρας καί τῆς Νέας Ρώμης καθιστοῦσε αὐτονόητη τήν ἀποδοχή τοῦ ἀσκουμένου Ἐκκλήτου ὑπό μητροπολιτῶν, ἀρχιεπισκόπων καί ἐπισκόπων ὄχι μόνο ἀπό τή δική τους δικαιοδοσία, ἀλλά καί ἀπό τή δικαιοδοσία τῶν ἄλλων Πατριαρχικῶν θρόνων. Ὥστόσο, μετά τό σχίσμα τοῦ ΙΑ’ αἰώνα (1054), ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἀνέλαβε μόνος ὅλα τά ἀποκλειστικά προνόμια τοῦ Πρώτου θρόνου ὄχι μόνο γιά τό Ἔκκλητον, ἀλλά καί γιά τήν ὅλη συνοδική λειτουργία τῆς «τετρακτύος» τῶν ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν. Ἄλλωστε, ὑπό τό πνεῦμα αὐτό εἶχαν διατυπωθῆ ὅλοι οἱ ἱ. κανόνες γιά τήν ἄσκηση τοῦ Ἐκκλήτου στούς θρόνους τῆς Πρεσβυτέρας καί τῆς Νέας Ρώμης, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται στήν ἀναθεώρηση στασιαζομένων σοβαρῶν καταδικαστικῶν ἀποφάσεων ἀπό μία Πατριαρχική ἤ Μείζονα Σύνοδο. Βεβαίως, ὁ Οἰκουμενικός πατριάρχης κατά τήν ἐκδίκαση Ἐκκλήτου εἶχε καί ἔχει τό κανονικό δικαίωμα νά ἀποδεχθῆ, νά μετριάση ἤ νά ἀκυρώση τήν ποινή μιᾶς πρωτοβάθμιας ἤ μιᾶς δευτεροβάθμιας καταδικαστικῆς ἀποφάσεως τῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλά δέν εἶχε καί δέν ἔχει τό δικαίωμα νά ἐπιβάλη στόν καταδικασθέντα μία μεγαλύτερη ποινή (καν. 5 τῆς Α’, 6 τῆς Β’, 9 καί 17 τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς συνόδου, 14 καί 15 τῆς Συνόδου τῆς Ἀντιοχείας, 3, 4 καί 5 τῆς Συνόδου τῆς Σαρδικῆς κ.ἄ.). Προφανῶς, ὁ Οἰκουμενικός πατριάρχης δέν ἔπρεπε καί δέν μποροῦσε νά ἐμποδίση ἤ νά μην ἀποδεχθῆ τήν ἄσκηση Ἐκκλήτου ἀπό τόν ἀκρίτως καθαιρεθέντα Μητροπολίτη Κιέβου Φιλάρετο Ντενισένκο ἤ τήν κανονική συνοδική ἀξιολόγηση τοῦ ὑποβληθέντος σχετικοῦ φακέλου. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ἡ Πατριαρχική Σύνοδος ἀκύρωσε τήν ἀντικανονικῶς καί ἀκρίτως ἐπιβληθείσα καθαίρεση ὡς κανονικῶς ἀναιτιολόγητη ἤ καί καταχρηστική, ὅπως συνάγεται καί ἀπό τό σκεπτικό τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἁγίας κάι Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Εἶναι ὅμως εὐρύτερα γνωστό, ὅτι ἡ καθαίρεση τοῦ μητροπολίτη Κιέβου Φιλαρέτου ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας ἔγινε ἀκρίτως καί ἀντικανονικῶς, μέ προσχηματικές μάλιστα αἰτιολογίες, ἤτοι ἀφ’ἑνός μέν ὅτι ἡγήθηκε στή λήψη τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Μητροπόλεως Κιέβου καί πάσης Οὐκρανίας γιά νά ὑποβληθῆ στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τό αἴτημα ἀνακηρύξεως τῆς Αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας Οὐκρανίας, τό ὁποῖο ὅμως ἀγνοήθηκε πλήρως ἀπό τό Πατριαχεῖο Μόσχας, γιά προφανεῖς ἤ καί εὐνοήτους λόγους, ἀφ’ἑτέρου δέ ὅτι ἀρνήθηκε νά ὑποκύψη στήν ἀντικανονική καί πιεστική ἀξίωση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας νά παραιτηθῆ ἀπό τή Μητρόπολη Κιέβου, γιά νά ἐπιβληθῆ προφανῶς σέ αὐτή ἕνας φιλορῶσσος Μητροπολίτης. Ἡ ἀξίωση ὅμως αὐτή προκάλεσε τελικῶς τήν τραγική διάσπαση τῆς ἑνότητας ὄχι μόνο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Μητροπόλεως Κιέβου, ἀλλά καί τοῦ εὐλαβοῦς οὐκρανικοῦ λαοῦ, μέ ἐπικίνδυνες μάλιστα προεκτάσεις καί γι’αὐτή ἀκόμη τήν ὑπόσταση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας. Ὑπό τήν προοπτική αὐτή, ἡ ἄσκηση τοῦ Ἐκκλήτου ἀπό τόν καθαιρεθέντα μητροπολίτη Κιέβου Φιλάρετο στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἦταν ἕνα εὐνόητο κανονικό του δικαίωμα, ὅπως καί ἡ ἀποδοχή τοῦ Ἐκκλήτου ἦταν σαφῶς ἕνα κανονικό δικαίωμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου. Προφανῶς, ἡ ἀποδοχή του δέν εἶχε μέν μία ἄμεση ἀναφορά στό κανονικό ζήτημα τῆς ἀνακηρύξεως τῆς Αὐτοκεφαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, ἀλλ’ὅμως καθιστοῦσε σαφέστερη τήν ἀντικανονική ἀξίωση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας νά ὑποτάξη ἀντικανονικῶς στή δικαιοδοσία του τή διεσπασμένη καί ἐμπερίστατη μεγάλη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀκύρωσε τήν ἀντικανονικῶς ἐπιβληθείσα ποινή καί ἀποκατέστησε τόν ἀκρίτως καθαιρεθέντα μητροπολίτη Κιέβου στό ἐπισκοπικό του ἀξίωμα. Ἡ σημαντική λοιπόν αὐτή ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἦταν μία ἀπολύτως ἀναγκαία καί σαφῶς κανονική προϋπόθεση γιά τήν ἀνακήρυξη τῆς Αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας Οὐκρανίας, ἀφοῦ συνδεόταν αὐτομάτως μέ τήν ἄμεση ἀποκατάσταση στήν ἐκκλησιαστική κοινωνία ὄχι μόνο τοῦ καθαιρεθέντος μητροπολίτη Φιλαρέτου καί τῶν ὁμοφρόνων του ἀρχιερέων, κληρικῶν καί μοναχῶν, ἀλλά καί πολλῶν ἑκατομμυρίων οὐκρανῶν ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν μέν ἀποσχισθῆ ἀπό τόν πιστό στό Πατριαρχεῖο Μόσχας μητροπολίτη Κιέβου, ἀλλ’ὅμως ἀπέρριπταν ρητῶς καί κατηγορηματικῶς ὁποιαδήποτε ἄμεση ἤ ἔμμεση ἐξάρτηση ἀπό τό Πατριαχεῖο Μόσχας. Συνεπῶς, ἡ μόνη κανονική ὁδός γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἐσωτερικῆς ἑνότητας τοῦ διεσπασμένου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος τῆς δεινῶς δοκιμαζομένης μεγάλης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας εἶναι, ὅπως καί σέ ὅλες τίς ἄλλες αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῶν νεωτέρων χρόνων, ἡ ἄμεση ἀνακήρυξη τῆς Αὐτοκεφαλίας, ἡ ὁποἰα θά ἀποδειχθῆ ἰδιαιτέρως ἐπωφελής ὄχι μόνο γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἐσωτερικῆς ἑνότητας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ της σώματος, ἀλλά καί γιά τήν ἐνίσχυση τῶν ἀδελφικῶν σχέσεων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας μέ τήν αὐτοκέφαλη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας. https://www.ec-patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=2627&tla=gr

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ. ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ

Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, ἐν δοξολογίᾳ πρός τόν Θεόν καί ἐν χαρᾷ καί ἱκανοποιήσει πολλῇ, ἀγγέλλει τήν ἐπιτυχῆ ὁλοκλήρωσιν τῶν ἐργασιῶν τῆς ἐν Κιέβῳ συνελθούσης σήμερον, 15ην Δεκεμβρίου 2018, Ἑνωτικῆς Συνόδου, ἱδρυτικῆς τῆς νέας Ὀρθοδόξου Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας Οὐκρανίας, τῆς ὁποίας Προκαθήμενος ἐξελέγη ὁ Μητροπο- λίτης  Περεγιασλάβ καί Μπελάϊα Τσερκώφ Ἐπιφάνιος. Ἡ Αὐτοῦ Μακαριότης ὁ νεοεκλεγείς Προκαθήμενος ἐπεκοινώ- νησε τηλεφωνικῶς πρός τήν Α. Θ. Παναγιότητα, τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην, ὑπέβαλε τά σέβη του καί ἐζήτησε τήν εὐχήν καί εὐλογίαν τῆς Μητρός Ἐκκλησίας διά τήν εὐόδωσιν τοῦ ἐπ' αἰσίοις οἰωνοῖς ἀρχομένου πρωθιεραρχικοῦ ἔργου αὐτοῦ. Συναφῶς ἀνακοινοῦται ὅτι ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. κ. Βαρθολομαῖος προσεκάλεσε τόν Μακαριώτατον κ. Ἐπιφάνιον νά συλλειτουργήσουν ἐν Φαναρίῳ κατά τήν μεγάλην ἑορτήν τῶν Θεοφανείων καί νά παραδώσῃ εἰς αὐτόν τόν Τόμον ἱδρύσεως τῆς νέας ἀδελφῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας. Ἐν τοῖς Πατριαρχείοις, τῇ 15ῃ Δεκεμβρίου 2018 Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου

Η ΟΥΚΡΑΝΙΑ ΗΤΑΝ ΠΑΝΤΟΤΕ Η ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ

Archevêque Job de Telmessos H συνέντευξη του Αρχιεπισκόπου Τελμησσού κ. Ιώβ, Αντιπροσώπου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, για το θέμα της εκχωρήσεως Αυτοκεφαλίας στην Εκκλησία της Ουκρανίας, από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Σεβασμιώτατε, ως γνωστόν ο Οικουμενικός Πατριάρχης απέστειλε τους αντιπροσώπους του (Έξαρχους) στην Ουκρανία με σκοπό να συζητήσουν με τους εκπροσώπους των διαφορετικών εκκλησιαστικών οργανώσεων της Ουκρανίας την πιθανή χορήγηση αυτοκεφαλίας. Εντούτοις, η Σύνοδος του Πατριαρχείου Μόσχας αντιμετώπισε αυτό το βήμα άκρως αρνητικά, δηλώνοντας ότι αποτελεί «παράνομη εισπήδηση στο κανονικό έδαφος» της Μόσχας, φτάνοντας στο σημείο να δηλώσει ότι διακόπτει το συλλείτουργο με τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Σχολιάστε, παρακαλώ, σε ποίο βαθμό είναι δίκαιες οι δηλώσεις του Μόσχας; Ήταν πράγματι παράνομη και αντικανονική η απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου; Θα ήθελα ευθύς εξ αρχής να καθησυχάσω τους πάντες: για καμία «εισπήδηση σε ξένη κανονική δικαιοδοσία» ούτε γινόταν, ούτε γίνεται λόγος. Έτσι δε περισσότερο δεν μπορούμε να ομιλούμε για την δημιουργία σχίσματος ή την νομιμοποίησή του. Τουναντίον, όπως επανειλημμένως δήλωνε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, η Εκκλησία Κωνπόλεως, ως η Μήτηρ Εκκλησία, επιδιώκει να βρει την βέλτιστη κανονική οδό για την θεραπεία και υπέρβαση του υφιστάμενου εκκλησιαστικού σχίσματος στην Ουκρανία. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο ορίσθηκαν οι έξαρχοι του Οικουμενικού Θρόνου ώστε να ξεκινήσει ο διάλογος και η αναζήτηση των πιθανών οδών. Διότι το σχίσμα που εδώ και 30 χρόνια διατηρείται στην Ουκρανία δεν είναι φυσιολογικό. Εξ αιτίας του σχίσματος χιλιάδες ενορίες και εκατομμύρια ορθοδόξων πιστών δεν είναι ενωμένοι με την Καθολική Ορθόδοξη Εκκλησία και δεν έχουν απωλέσει μόνο της ευχαριστιακή κοινότητα με τους ομόθρησκους αδελφούς τους, έχουν απωλέσει το σπουδαιότερο – την σωτηρία εντός της κανονικής Εκκλησίας. Όλα αυτά τα χρόνια η Εκκλησία Κωνπόλεως παρακολουθούσε με πόνο το μαρτύριο που προκαλούσε στην θυγατέρα της Εκκλησία Ουκρανίας το εσωτερικό σχίσμα. Στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ήλπιζαν ότι αυτό το πρόβλημα θα θεραπευθεί εσωτερικά, προσεύχονταν υπέρ αυτής της θεραπείας, χωρίς ποτέ να λησμονούν τον πολύπαθη ορθόδοξο ουκρανικό λαό. Όμως τα γεγονότα των τελευταίων 30 χρόνων, ιδιαιτέρως μετά το 2014, αποδεικνύουν χωρίς αμφιβολία ότι στηριζόμενη μόνο στις εσωτερικές της δυνάμεις η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ουκρανία δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα του σχίσματος και να ενωθεί, εφόσον σε αυτή την πορεία εμφανίζεται το εμπόδιο των εξωτερικών πολιτικών παραγόντων και η επιρροή συγκεκριμένα από την γειτονική Ρωσία. Και από ότι φαίνεται για αυτή το κυριότερο δεν είναι να συμβάλει στην ένωση της Εκκλησίας στην Ουκρανία, αλλά μέσω της Εκκλησίας να διατηρήσει την πολιτική της επιρροή στην χώρα. Εδώ βλέπουμε και άλλους στόχους, η επίτευξη των οποίων απαιτεί την χρήση και άλλων μέσων. Ίσως γι’ αυτό και η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ρωσία, επηρεαζόμενη από κάποιους πολιτικούς παράγοντες, δεν έχει την δυνατότητα να εξασφαλίσει την ένωση των ορθοδόξων πιστών στην Ουκρανία, δεν επιδιώκει τον διάλογο με εκείνους που για διάφορους λόγους βρέθηκαν εκτός του κανονικού εκκλησιαστικού χώρου και αυτό σημαίνει ότι, ούτε και επιδιώκει να αναζητήσει τα κατάλληλα κατ’ οικονομία μέτρα για την επιστροφή αυτών των πιστών στο λίκνο της οικουμενικής Εκκλησίας. Η τελευταία ανακοίνωση της Ι. Συνόδου του Πατριαρχείου Μόσχας απλά για άλλη μια φορά επιβεβαιώνει τα παραπάνω. Διότι χάρη των ίδιων πολιτικών φιλοδοξιών όχι μόνο διέκοψαν τις σχέσεις με ένα τμήμα του ορθοδόξου πληρώματος στην Ουκρανία, αλλά προχώρησαν και στην διακοπή των σχέσεων με την οικουμενική Ορθοδοξία. Αυτό προκαλεί κινδύνους, θλίψη και πόνο, εφόσον δεν είναι μια κανονική οδός, η οποία θα βοηθούσε στην θεραπεία του σχίσματος, αλλά αντιθέτως συμβάλλει στην ανάπτυξη του σχίσματος και των διαιρέσεων. Ελπίζουμε ότι αυτή η βεβιασμένη και αντικανονική απόφαση των Ρώσων αδελφών μας θα ακυρωθεί και θα αποκατασταθεί ο διάλογος. Είναι απαράδεκτο εξ αιτίας των πολιτικών φιλοδοξιών να προκαλείται σχίσμα και να διαρρηγνύεται το Σώμα του Χριστού. Ταυτόχρονα σε αυτή την κατάσταση το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ως η Μήτηρ Εκκλησία, είναι υποχρεωμένο να φροντίζει τα ορθόδοξα τέκνα της στην Ουκρανία, τα οποία εδώ και σχεδόν 30 χρόνια ζητούν αδιάκοπα να τους παρασχεθεί ένα κανονικό καταφύγιο και η βοήθεια να υπερβούν το σχίσμα. Ως Μητέρα Εκκλησία αυτό είναι το κανονικό της καθήκον. Ακριβώς αυτή η φροντίδα για το μέλλον και την σωτηρία του ορθοδόξου ποιμνίου της Ουκρανίας αποτέλεσαν το κίνητρο των τελευταίων αποφάσεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την αποστολή στην Ουκρανία των έξαρχων, οι οποίοι θα είναι σε θέση επί τόπου να βοηθήσουν στην έναρξη του διαλόγου μεταξύ των διαφόρων τμημάτων της διηρημένης σήμερα Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Ουκρανία. Πείτε μας παρακαλώ, σε ποιο βαθμό είναι ιστορικά και κανονικά θεμελιωμένη η απόφαση της Κωνπόλεως να διορίσει στην Ουκρανία τους έξαρχούς της; Υπήρξαν παρόμοια κανονικά και ιστορικά προηγούμενα; Και πάλι: δεν αποτελεί αυτό εισπήδηση σε μια ξένη δικαιοδοσία; Θα ήθελα ευθύς εξ αρχής, για να σταματήσουν όλες αυτές οι εικασίες και τεχνητές κατηγορίες περί «εισπηδήσεως σε ξένη δικαιοδοσία», να υπογραμμίσω ότι η Ουκρανία ποτέ δεν αποτελούσε το κανονικό έδαφος οποιασδήποτε άλλης Εκκλησίας, εκτός του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Από την στιγμή της ιδρύσεώς της την εποχή των κιεβινών χριστιανών πριγκίπων Ασκόλδ, Όλγας και Βλαδιμήρου, η μητρόπολη Κιέβου υπαγόταν για περισσότερα από 700 χρόνια στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ακόμα και μετά την μεταβίβαση το 1686 ενός τμήματος αυτής στα υπό των Ρώσων εδάφη στην τοποτηρητεία των πατριαρχών Μόσχας, η Ουκρανία παρέμενε κανονικό έδαφος της Εκκλησίας Κωνπόλεως. Σχετικά με το ιστορικό προηγούμενο αποστολής στην Ουκρανία έξαρχων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, παραδείγματα αυτού του είδους υπάρχουν πολλά στην ιστορία. Για να μην μακρηγορούμε, ας αναφερθούμε στον πρόσφατο 20ο αιώνα. Επειδή οι περιοχές της Γαλικίας και της Υπερκαρπαθίας θεωρούνταν ακόμα και στις αρχές του 20ου αιώνα κανονικό έδαφος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το μέλος της Συνόδου της Εκκλησίας της Ρωσίας μητροπολίτης Κιέβου Αντώνιος (Χραποβίτσκι) θέλοντας να εξασφαλίσει την διαποίμανση των ορθοδόξων σε αυτές τις περιοχές, έστειλε επιστολή ζητώντας από τον Οικουμενικό Πατριάρχη την άδεια και την ευλογία του και τον παρακαλούσε για την διευκόλυνση του έργου του να το δοθεί ο τίτλος του πατριαρχικού Έξαρχου Γαλικίας και Υπερκαρπαθίας. Ο τίτλος αποδόθηκε στον Ρώσο αρχιερέα το 1910 με εγκύκλιο του Οικουμενικού Πατριάρχου Ιωακείμ Γ’. Αργότερα ο Πατριάρχης Γερμανός Δ΄ (1913-1918) επικύρωσε αυτόν τον τίτλο. Βλέπουμε λοιπόν ότι στις αρχές του 20ου αιώνα η ίδια η Εκκλησία της Ρωσίας ζητούσε να διορισθεί ένας αρχιερέας της Έξαρχος του Οικουμενικού Πατριαρχείου χωρίς να θεωρεί ότι παραβιάζονται τα κανονικά της σύνορα. Γι’ αυτό και είναι ακατανόητο με ποια λογική η Ι.Σ. της Εκκλησίας Ρωσίας αλλάζει σήμερα την θέση της και προσπαθεί να αρνηθεί στην Μητέρα Εκκλησία το δικαίωμα να διορίζει έξαρχους στο έδαφος που ιστορικά και κανονικά πάντα αποτελούσε κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριάρχου; Στο σημείο αυτό αξίζει να προσθέσουμε ότι ο θεσμός των έξαρχων του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ουκρανία έχει μια μακρά και σταθερή παράδοση. Όταν το 1596 ένα μέρος της ιεραρχίας με επί κεφαλής τον μητροπολίτη Κιέβου αποσχίσθηκε από την Εκκλησία Κωνπόλεως και ενώθηκε με την Ρώμη, δυο αρχιερείς παρέμειναν πιστοί στην Ορθοδοξία: ο Λβοφ Γεδεών και ο Περεμισλίας Μιχαήλ. Για αυτό και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος διόρισε έξαρχό του στην Ουκρανία και τοποτηρητή της μητροπόλεως Κιέβου τον μητροπολίτη Λβοφ Γεδεών. Την ίδια περίοδο ορίσθηκε ως έξαρχος στην Ουκρανία ο αρχιδιάκονος Νικηφόρος Καντακουζηνός, ο οποίος προέδρευε στην αντιενωτική Ορθόδοξη Σύνοδο του Μπρεστ και συνέβαλε στην διάσωση της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Ουκρανία. Εξ αιτίας αυτού οι ουνίτες επίσκοποι και οι ποΡωσίαλωνικές αρχές τον κατηγόρησαν ότι ήταν κατάσκοπος των Τούρκων, τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν στο κάστρο του Μάλμπροκ όπου και πέθανε το 1599. Το 2001 η σύνοδος της Εκκλησίας Ουκρανίας του Πατριαρχείο Μόσχας κατέταξε τον έξαρχο του Οικουμενικού Πατριαρχείου μεταξύ των αγίων μαρτύρων. Έτσι, δεν έχουμε μόνο ιστορικά προηγούμενα διορισμού έξαρχων του Οικουμενικού Πατριάρχου στην Ουκρανία, αλλά και αγίους μεταξύ αυτών. Ένας άλλος γνωστός έξαρχος του Οικουμενικού Πατριάρχου στην Ουκρανία ήταν ο διάδοχος του Γεδεών στην καθέδρα του Λβοφ επίσκοπος Ιερεμίας (Τισαρόφσκι, †1641). Εκτός από τον τίτλο του επισκόπου Λβοφ, ο Ιερεμίας κληρονόμησε και το αξίωμα του τοποτηρητή της Κιεβινής καθέδρας. Από το 1610 και για δέκα συνεχή χρόνια παρέμενε ο μοναδικός ορθόδοξος επίσκοπος στο έδαφος της Πολωνικής – Λιθουανικής Κοινοπολιτείας, μέχρι το 1620 όταν ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Θεοφάνης Γ΄ με την ευλογία του Οικουμενικού Πατριάρχου αποκατέστησε την ορθόδοξη ιεραρχία στην Ουκρανία και χειροτόνησε νέο μητροπολίτη Κιέβου τον Ιώβ (Μπορέτσκι). Έκτοτε οι ορθόδοξοι μητροπολίτες Κιέβου φέρνουν τον τίτλο του Έξαρχου του Οικουμενικού Πατριάρχου, τον οποίον όφειλαν να διατηρήσουν και μετά την προσωρινή μεταβίβαση της κιεβινής καθέδρας το 1686 στους πατριάρχες Μόσχας. Ας προσθέσουμε ότι εκείνη την περίοδο, εκτός από τα δικαιώματα του έξαρχου, οι Οικουμενικοί πατριάρχες χορήγησαν σε μια σειρά ουκρανικών μονών και αδελφοτήτων το καθεστώς του σταυροπηγίου, δηλαδή υπήχθησαν απευθείας στον Οικουμενικό Θρόνο. Συγκεκριμένα τον τίτλο του σταυροπηγίου του Οικουμενικού Πατριάρχου στην Ουκρανία έφεραν η Λαύρα των Σπηλαίων στο Κίεβο (από το 1589), η Αδελφότητα της Κοιμήσεως στο Λβοφ (από το 1589), η κιεβινή Αδελφότητα των Θεοφανείων (από το 1620), η Σκήτη Μανιάφσκι (από το 1620), η Αδελφότητα του Τιμίου Σταυρού στο Λουτσκ (από το 1623. Όλες αυτές οι αποφάσεις της Μητρός Εκκλησίας σχετικά με τα πατριαρχικά σταυροπήγια στην Ουκρανία δεν έχουν ακυρωθεί. Ευχαριστώ, τώρα γίνεται κατανοητό ότι, ο διορισμός έξαρχων στην Ουκρανία αποτελεί ένα κανονικό και ιστορικό προνόμιο του Πατριάρχου Κωνπόλεως. Όμως ποια μορφή απέκτησε μετά το 1686; Πράγματι μετά από αυτή την ημερομηνία η Ουκρανία δεν αποτελούσε το «κανονικό έδαφος του Πατριαρχείου Μόσχας»; Ακριβώς! Η Ουκρανία ήταν και παρέμεινε μετά το 1686 κανονικό έδαφος μόνο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Μετά την ένταξη στα μέσα του 17ου αι. της αριστερής όχθης της Ουκρανίας στο μοσχοβίτικο κράτος, η Εκκλησία Κιέβου διασπάστηκε σε πολλά κομμάτια ανάμεσα στις διάφορες αντιμαχόμενες πλευρές, με αποτέλεσμα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα το Κίεβο δεν μπορούσε να εκλέξει μητροπολίτη. Σε αυτή την δύσκολη κατάσταση και για να μην μείνει το ποίμνιο χωρίς ποιμένα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης μεταβιβάζει προσωρινά το 1686 ένα τμήμα της κιεβινής Εκκλησίας από τις ελεγχόμενες από την Ρωσία περιοχές στην ποιμαντική φροντίδα του Πατριάρχου Μόσχας, ώστε αυτός να μπορεί να τοποθετεί στις επαρχίες της Αριστερής όχθης της Ουκρανίας μητροπολίτες και επισκόπους. Μάλιστα δε, ένας σημαντικός όρος ήταν η υποχρέωση οι μητροπολίτες Κιέβου να παραμείνουν ανεξάρτητοι από την Μόσχα έξαρχοι του Οικουμενικού Πατριάρχου και να μνημονεύουν υποχρεωτικά το όνομά του σε όλες τις ακολουθίες. Με άλλα λόγια κάθε άλλο παρά επρόκειτο για μεταβίβαση της μητροπόλεως Κιέβου στην δικαιοδοσία των πατριαρχών Μόσχας. Εφόσον αυτή η μεταβίβαση θα ήταν αντικανονική, μιας και στην απόφαση της ιδρύσεως του Πατριαρχείου Μόσχας τα όρια του κανονικού εδάφους καθορίζονταν σύμφωνα με τα σύνορα του κράτους της Μόσχας το 1589. Και αυτά τα σύνορα σε καμία περίπτωση δεν περιλάμβαναν την μητρόπολη Κιέβου, η οποία ενέτασσε υπό το ωμοφόριο του Οικουμενικού Πατριάρχου την Ουκρανία, την Λευκορωσία, την Λιθουανία και την Πολωνία. Αυτό, δηλαδή, ήταν κάτι παρόμοιο με αυτό που συνέβη πριν 66 χρόνια, το 1620, όταν με την ευλογία του πατριάρχου Κωνπόλεως Τιμοθέου Β΄, ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Θεοφάνης Γ΄ χειροτόνησε στο Κίεβο ο ορθόδοξο μητροπολίτη και επισκόπους, δηλαδή αποκατέστησε την ορθόδοξη ιεραρχία στην Ουκρανία. Όμως ουδείς θεωρεί από τότε την μητρόπολη Κιέβου εξαρτημένη από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Το ίδιο συνέβη και το 1686. Στην Κωνπολη δεν μπορούσαν ούτε να σκεφτούν ότι η θυγατέρα Εκκλησία της Μόσχας θα παραβιάσει την συμφωνία και θα προσπαθήσει δια της βίας να ακυρώσει την κανονική δικαιοδοσία της Μητρός Εκκλησίας Κωνπόλεως στην Ουκρανία. Για αυτό αργότερα, μετά την διάλυση της ρωσικής αυτοκρατορίας, ο Οικουμενικός Πατριάρχης εκδίδοντας στις 13 Νοεμβρίου του 1924 ιδιαίτερο Τόμο για την χορήγηση του αυτοκέφαλου στην Πολωνία ήταν υποχρεωμένος να ανακηρύξει την πράξη του 1686 αντικανονική και άκυρη. Ήταν εύκολη η υπαγωγή αυτού του τμήματος της κιεβινής καθέδρας υπό την Εκκλησία της Ρωσίας; Αυτές οι ενέργειες συναντούσαν την αντίσταση του ουκρανικού ορθοδόξου κλήρου. Αρκεί να θυμηθούμε μερικούς σπουδαίους ουκρανούς ιεράρχες όπως ο Συλβέστρος Κόσωφ, ο Ιωσήφ Νιελιούμποβιτς – Τουκάλσκι, ο Βαρλαάμ Γιασίνσκι, ο Ιωασάφ Κροκόφσκι, ο Βαρλαάμ Βονάτοβιτς, ο Θεοφύλακτος Λοπατίνσκι, ο Αρσένιος Ματσιέβιτς, ο Βαρλαάμ Σισάτσκι και πολλοί άλλοι, οι οποίοι υπέφεραν τα πάνδεινα από τις αντικανονικές ενέργειες του ρωσικού κράτους και της ηγεσίας της Εκκλησίας της Ρωσίας. Εκτός αυτού, στα όρια της Αριστερής Όχθης της Ουκρανίας ακριβώς μετά τα γεγονότα του 1686 άρχισε να αναπτύσσεται ένα ιδιαίτερο εσωτερικό εκκλησιαστικό ρεύμα γνωστό ως «περιπλανώμενοι» ή «ανεξέλεγκτοι παπάδες». Επρόκειτο για ιερείς, χειροτονημένους στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Δεξιά Όχθη ή στην Μολδοβλαχία, τους οποίους προσκαλούσαν να λειτουργήσουν οι ουκρανικές ενορίες της Αριστερής Όχθης που δεν αναγνώριζαν την δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας. Στη διάρκεια όλου του ΙΗ΄ αι. η ρωσική κοσμική και εκκλησιαστική ηγεσία κατεδίωξαν σκληρά αυτό το κίνημα και τους εκπροσώπους του, συλλαμβάνοντας και φυλακίζοντας τους «αντικανονικούς» κληρικούς. Παρ’ όλα αυτά όμως, μέχρι το τέλος του ΙΗ΄ αι. οι πιστοί της Αριστερής Όχθης της Ουκρανίας κατέφευγαν με κίνδυνο της ζωής τους στην Μολδοβλαχία για να χειροτονηθούν από τον επίσκοπο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αποφεύγοντας την ρωσική συνοδική διοίκηση. Οι δε ιεράρχες του Οικουμενικού Πατριαρχείου σχεδόν πάντα ανταποκρίνονταν θετικά στις εκκλήσεις της Ανατολικής Όχθης της Ουκρανίας. Ιδού και ένας γεγονός που δεν είναι ευρέως γνωστό. Το 1724 ο μητροπολίτης Ιάσιου Γεώργιος, μαζί με άλλους αρχιερείς του Οικουμενικού Πατριαρχείου, χωρίς την άδεια της ρωσικής Συνόδου χειροτόνησε τον αρχιμανδρίτη Επιφάνιο σε επίσκοπο Τσιγκιρίας, βοηθό και πρωτοσύγκελο του αρχιεπισκόπου Κιέβου Βαρλαάμ (Βονατόβιτς). Στην επιστολή που επιδόθηκε στον Επιφάνιο, γραμμένη εξ ονόματος του αρχιεπισκόπου Βαρλαάμ και απευθυνόμενη στον Μολδαβό μητροπολίτη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, υπογραμμιζόταν η δυσαρέσκεια που προκάλεσε στους Ουκρανούς η απομάκρυνση της κιεβινής μητροπόλεως από την δικαιοδοσία της Κωνπόλεως, η επιβολή του «Πνευματικού κανονισμού» και της συνοδικής διοικήσεως, όπως επίσης και η υποβάθμιση των κιεβινών μητροπολιτών σε αρχιεπισκόπους. Λαμβάνοντας από τους ιεράρχες του Οικουμενικού Πατριαρχείου την χειροτονία σε επίσκοπο Τσιγκιρίας, ο Επιφάνιος επέστρεψε στην Ουκρανία, επιτελώντας ένα σημαντικό έργο και χειροτονώντας 14 ιερείς και διακόνους. Οι ρωσικές αρχές τον είχαν συλλάβει επανειλημμένα, αλλά κάθε φορά κατόρθωνε να δραπετεύσει από την φυλακή. Είναι γνωστό ότι υπηρέτησε στα όρια των στρατιωτικών μονάδων του Ζαπορόζιε. Όταν το 1733 εξορίστηκε για άλλη μια φορά στην Σιβηρία Ρώσοι κοζάκοι παλαιόπιστοι απελευθέρωσαν τον σιδηροδέσμιο επίσκοπο και τον έκρυψαν στην περιοχή του Γκόμελ στο χωριό Βέτκα. Όμως τον Φεβρουάριο του 1735 με εντολή της αυτοκράτειρας Άννας Ιωάννοβνας τα ρωσικά στρατεύματα περικύκλωσαν την Βέτκα και συνέλαβαν εκ νέου τον Επιφάνιο, ο οποίος άφησε την τελευταία του πνοή στην φυλακή του φρουρίου του Κιέβου την 1 Απριλίου του ιδίου έτους και ετάφη στο ναό του Αγ. Θεοδοσίου στο φρούριο των Σπηλαίων του Κιέβου. Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι το 1759 υπηρετούσε στην ημιαυτόνομη πολιτεία των κοζάκων Σιτς του Ζαπορόζιε ως ανεξάρτητος αρχιερέας ο διορισμένος από τον Πατριάρχη Κύριλλο Ε΄ επίσκοπος Μελετινής Ανατόλιος (Μελές). Με την βοήθεια των κοζάκων του Ζαπορόζιε και χωρίς την άδεια της ρωσικής Συνόδου προΐστατο των εκκλησιών του Ζαπορόζιε και μνημόνευε τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Για τον λόγο αυτό οι ρωσικές αρχές τον συνέλαβαν και τον εξόρισαν στην Σιβηρία όπου παρέμεινε για 9 χρόνια. Σύμφωνα με την άποψη πολλών ερευνητών, ο επίσκοπος Ανατόλιος προσπάθησε να ιδρύσει στο Ζαπορόζιε μια αυτόνομη επαρχία των κοζάκων υπό το ωμοφόριο του Οικουμενικού Πατριάρχου. Πολύ ενδιαφέρον. Είπατε προηγουμένως ότι το 1686 μεταβιβάστηκε στην τοποτηρητεία των πατριαρχών Μόσχας μόνο το τμήμα εκείνο της Εκκλησίας Κιέβου που βρισκόταν στις ρωσοκρατούμενες περιοχές. Ποια ήταν η κατάσταση στις υπόλοιπες περιοχές της Ουκρανίας που δεν εντάχθηκαν στο Ρωσικό κράτος; Έτσι ακριβώς. Και αυτό είναι ένα σημαντικό σημείο, το οποίο για κάποιο λόγο λησμονούν όταν αναφέρονται για την πράξη του 1686. Μετά την μεταβίβαση ενός τμήματος της κιεβινής καθέδρας στις υπό την Ρωσία περιοχές στην προσωρινή εποπτεία των πατριαρχών Μόσχας, στις υπόλοιπες περιοχές της Ουκρανίας που δεν περιλαμβάνονταν στο κράτος της Μόσχας, οι ορθόδοξες ενορίες και τα μοναστήρια παρέμεναν υπό το ωμοφόριο του Οικουμενικού Πατριάρχου. Με άλλα λόγια, η πράξη του 1686 αφορούσε τις ουκρανικές περιοχές, οι οποίες βρέθηκαν προσωρινά στη σύνθεση του ρωσικού κράτους και δεν είχε κανονική ισχύ στις άλλες περιοχές της Ουκρανίας και συγκεκριμένα στην Υπερκαρπαθία, Μπουκοβίνα, Ποντόλγιε, Γκαλιτσινά, Βολίν, στην «Ουκρανία του χάνου» στο νότο και στην Κριμαία. Όλες αυτές οι περιοχές συνέχιζαν να ευρίσκονται υπό το ωμοφόριο του Οικουμενικού Πατριάρχου. Μπορείτε να μας πείτε περισσότερες λεπτομέρειες, διότι αυτό το περιστατικό δεν αναφέρεται σχεδόν πουθενά… Πράγματι, μετά το 1686 στην δικαιοδοσία της Κωνπόλεως παρέμεναν πολύ περισσότερες περιοχές της Ουκρανίας. Συγκεκριμένα η επαρχία του Λβοφ δεν αναγνώρισε την προσωρινή υπαγωγή υπό τον πατριάρχη Μόσχας. Από το 1675 ο ορθόδοξος αρχιεπίσκοπος του Λβοφ ήταν εξουσιοδοτημένος να ασκεί την διοίκηση της μητροπόλεως Κιέβου και της Λάβρας των σπηλαίων του Κιέβου υπό το ωμοφόριο του Οικουμενικού Πατριάρχου. Αυτό το καθεστώς συνεχίστηκε και μετά το 1700, όταν ο αρχιεπίσκοπος του Λβοφ Ιωσήφ Σουμλιάνσκι υπό την πίεση των πολωνικών αρχών ασπάσθηκε την Ουνία και η ορθόδοξη επαρχία του Λβοφ χήρευε. Το 1708 και η σταυροπηγιακή αδελφότητα του Λβοφ διατηρούσε την υπαγωγή της στην Κωνπολη, έως ότου δεν την υποχρέωσαν να δεχθεί την Ουνία. Όμως ακόμα και μετά από αυτό, οι ορθόδοξες ενορίες και τα μοναστήρια στην Γαλικία παρέμεναν στην δικαιοδοσία των οικουμενικών πατριαρχών, οι οποίοι είχαν αναθέσει την προσωρινή τους διαποίμανση στους μητροπολίτες Μπουκοβίνας που και αυτοί υπάγονταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ένα από πιο γνωστά μοναστήρια και κέντρο της Ορθοδοξίας στην Γαλικία και στην περιοχή των Καρπαθίων ήταν η Σκήτη της Μανιάβας, η αδελφότητα της οποίας παρέμενε πιστή στον Οικουμενικό Πατριαρχικό Θρόνο μέχρι την βίαιη κατάργησή της το 1785, 100 χρόνια δηλαδή μετά τα γεγονότα του 1686. Αξίζει να σημειώσουμε άλλο ένα γεγονός. Στις 17 Ιουνίου του 1791 στην Πίνσκα, στην περιοχή της Μονής των Θεοφανείων, έλαβε χώρα η Τοπική Σύνοδος του ορθοδόξου κλήρου και των πιστών της Δ. Ουκρανίας, της Λευκορωσίας, της Λιθουανίας και της Πολωνίας, η οποία είναι γνωστή στην ιστορία ως «η Σύνοδος της Πίνσκας». Στις εργασίες της συμμετείχαν 103 αντιπρόσωποι του ορθοδόξου κλήρου, των μοναχών και των λαϊκών. Σε αυτή την Σύνοδο αποφασίσθηκε η αποκατάσταση της αυτονομίας υπό το ωμοφόριο του Οικουμενικού Πατριάρχου. Προσωρινός πρόεδρος της Συνόδου της Πίνσκας εξελέγη ο ηγούμενος του Μπιέλσκ Σάββας (Παλμόφσκι). Σχεδίαζαν επίσης να συγκαλέσουν άλλη μια Σύνοδο, η οποία θα αποτελείτο από έναν αρχιεπίσκοπο με εξουσίες μητροπολίτου και τρεις επισκόπους. Συνέταξαν επίσης και τους «μόνιμους και βασικούς κανονισμούς και κανόνες οργανώσεως» της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Πολωνική – Λιθουανική Κοινοπολιτεία ως αυτόνομης εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας, ανεξάρτητης από την Ρωσική Σύνοδο, και υπό την δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Στην συνεδρία της 21ης Μαΐου του 1792 η πλειοψηφία της πολωνικής βουλής (123 «υπέρ» και 13 «κατά») επικύρωσε το καταστατικό που είχε προτείνει η Σύνοδος της Πίνσκας ως συνοδικό σχέδιο της νέας οργανώσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Πολωνική – Λιθουανική Κοινοπολιτεία υπό την δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριάρχου, στην οποία το κράτος είχε χορηγήσει ευρύτατα δικαιώματα και ελευθερίες. Όμως οι δυο νέες διασπάσεις της Πολωνικής – Λιθουανικής Κοινοπολιτείας και η διάλυση του Πολωνικού κράτους είχαν ως αποτέλεσμα να μην εφαρμοστεί ποτέ στην πράξη η απόφαση της Τοπικής Συνόδου της Πίνσκας και η Απόφαση της 21ης Μαΐου του 1792. Έχει σημασία να σημειώσουμε ότι, οι ορθόδοξοι Ουκρανοί στην Μπουκοβίνα, στην Υπερκαρπαθία και στην Γαλικία παρέμεναν επί μακρόν υπό την κανονική τοποτηρητεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Οι περιοχές αυτές υπήχθησαν δια της βίας στο Πατριαρχείο Μόσχας μόλις στα μέσα του 20ου αιώνα κατά την σοβιετική κατοχή της Δυτικής Ουκρανίας, γεγονός το οποίο ουδέποτε αναγνώρισε ο Οικουμενικός Πατριαρχικός Θρόνος. Αναφερθήκατε και στην δικαιοδοσία της Κωνπόλεως στα πλαίσια του «χανάτου της Ουκρανίας» και της Κριμαίας. Μπορείτε να μας δώσετε περισσότερες λεπτομέρειες; Υπήρχε στην Κριμαία η αρχαία μητρόπολη Γοτθίας και Καφά, η οποία μέχρι το τέλος του 18ου αι. ανήκε στο Οικουμενικό Πατριαρχείου. Αποτελείτο από ορθόδοξους Έλληνες, Βούλγαρους, Ουκρανούς και άλλους λαούς της Κριμαίας και της περιοχής της Μαύρης Θάλασσας. Το 1788 μετά την προσάρτηση του χανάτου της Κριμαίας η ρωσική κυβέρνηση την διέλυσε. Όμως ο Οικουμενικός Πατριάρχης ποτέ δεν αναγνώρισε τη νομιμότητα της υπαγωγής στην ρωσική Σύνοδο και την διάλυση των ιστορικών του μητροπόλεων στην Κριμαία. Εκτός αυτού, η δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριάρχου περιλάμβανε και την ουκρανική Μπουκοβίνα και το νότιο τμήμα της Ουκρανίας, η οποία τότε αποτελούσε επίσημα το προτεκτοράτο του χανάτου της Κριμαίας και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ήδη ο χέτμαν Πέτρος Ντοροσένκο είχε προσπαθήσει να ιδρύσει ένα ουκρανικό κράτος υπό την προστασία των Οθωμανών σουλτάνων παρόμοιο με αυτό στην Μολδοβλαχία. Την ιδέα υποστήριζε και ο μητροπολίτης Κιέβου Ιωσήφ (Νελιουμπόβιτς – Τουκάλσκι), ο οποίος υποστήριζε επίσης και την διατήρηση της μητροπόλεως Κιέβου στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Οι προσπάθειες του χέτμαν Ντοροσένκο είχαν ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με την συνθήκη του Μπουτσάτς του 1672, τέθηκε υπό την προστασία του σουλτάνου όλη η περιοχή του ανατολικού και δυτικού Ποντόλγιε (από το Μπουτσάτς μέχρι το Μπράτσλαβ) που είχε αφαιρεθεί από την Πολωνία. Από το 1672 μέχρι το 1699 στο έδαφος του ουκρανικού Ποντόλγιε που ανήκε στην Οθωμανική αυτοκρατορία, υπήρχε το βιλαέτι του Ποντόλσκ ή Κάμενετς με διοικητικό κέντρο την πόλη Κάμεντς (σήμερα Κάμενετς – Ποντόλσκ). Μετά τον θάνατο του Ιωσήφ ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιάκωβος διόρισε τον Αύγουστο του 1681 στην πόλη Κάμενετς τον μητροπολίτη Παγκράτιο, ιδρύοντας με αυτόν τον τρόπο την μητρόπολη Κάμενετς στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η οποία λειτουργούσε μέχρι το 1699. Αργότερα τα σύνορα της «Ουκρανίας του χανάτου» συμπεριέλαβαν και τα εδάφη ανάμεσα στον Δνείπερο και τον Δνείστερο, στα οποία ίσχυε το καθεστώς του προτεκτοράτου των χάνων της Κριμαίας και των Οθωμανών σουλτάνων. Αυτά τα εδάφη ανήκαν τυπικά στην οθωμανική αυτοκρατορία, εφόσον δεν υπήρχαν οθωμανικοί οικισμοί εκτός από κάποιες πόλεις στο νότο. Μετά την ήττα του Ιβάν Μαζέπα στον αγώνα του για την ανεξαρτησία της Ουκρανίας και την διάλυση της σετς του Ζαπορόζιε από τον Πέτρο Α΄, την περίοδο 1711-1734 στα όρια της «Ουκρανίας του χανάτου» στην περιοχή του Αλέσκα απέναντι από την σημερινή Χερσώνα, εμφανίσθηκε η νέα σετς του Ζαπορόζιε (γνωστή και ως σετς του Αλέσκα), ο κλήρος της οποίας επίσης υπαγόταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Από το 1712 το έδαφος που κατείχαν οι κοζάκοι απλώθηκε προς τον βορρά και στην αριστερή όχθη των παραποτάμων του Δνείπερου Ορέλ και Σαμάρα. Δηλαδή όλες αυτές οι περιοχές της σύγχρονης Ν. Ουκρανίας όχι μόνο δεν υπάγονταν στην Ρωσική αυτοκρατορία, αλλά και παρέμεναν στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Για αυτό και η πράξη του 1686 δεν τις αφορούσε. Τα εδάφη της «Ουκρανίας του χανάτου», οι ορθόδοξες ενορίες και τα μοναστήρια εντός των ορίων της υπάγονταν στην μητρόπολη Μπραϊλίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου με κέντρο αρχικά την πόλη Μπράιλα στν αριστερή όχθη του Δουνάβεως. Την περίοδο 1751-1789 έδρα του μητροπολίτου Μπραϊλίας ήταν η πόλη Ισμαήλ (σήμερα νομός Οδησσού της Ουκρανίας). Σε αυτήν την μητρόπολη του Οικουμενικού Πατριαρχείου ανήκαν τα εδάφη Ντομπρούτζα, Μουτζάκα, Μπεντέρ, ενώ μετά την συμφωνία ειρήνης του Μπουτσάτς το 1672 υπήχθη και η επισκοπή Χοτίνης μαζί με όλες τις ορθόδοξες περιοχές και ενορίες της Δεξιάς και Αριστερής Όχθης της Ουκρανίας που ευρίσκονταν υπό την προστασία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, συγκεκριμένα η «Ουκρανία του χανάτου», η σετς Αλέσκα καθώς και οι ορθόδοξες κοινότητες που ευρίσκονταν στο ηπειρωτικό τμήμα του χανάτου της Κριμαίας. Από το 1751 μέχρι το 1779 ευρισκόταν στην πόλη Ισμαήλ η καθέδρα του μητροπολίτου Μπραϊλίας Δανιήλ, ο οποίος υπέγραφε τα εκκλησιαστικά έγγραφα «ελέω Θεού μητροπολίτης Προηβλαβίας, Τομάρωφ και Χοτίν, πασών οχθών Δουνάβεως, Δνείπερου και Δνείστερου και πάσης χανάτου Ουκρανίας». Με αυτόν τον τίτλο υπέγραφαν και οι διάδοχοι του Δανιήλ μητροπολίτες Ιωακείμ (1773-1780) και Κύριλλος (1780-1792), δηλαδή αυτό συνέβαινε ήδη 100 χρόνια μετά την πράξη του 1686. Μετά την δεύτερη βίαιη διάλυση της σετς του Ζαπορόζιε το 1775 από την Αικατερίνη Β΄, πολλοί από τους κατοίκους της περιοχής κατέφυγαν στις περιοχές που έλεγχε η Οθωμανική αυτοκρατορία και εκεί, στις όχθες του Δουνάβεως ίδρυσαν την νέα Παραδουνάβια σετς, η οποία παρέμεινε μέχρι τα μέσα του 19ου αι. Εξ απόψεως εκκλησιαστικής αναγνώριζε την αποκλειστική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Όπως βλέπουμε, όλα αυτά τα στοιχεία μαρτυρούν ότι, η πράξη του 1686 αφορούσε μόνο την υπό την κατοχή της Μόσχας Αριστερή όχθη της Ουκρανίας και ουσιαστικά δεν αφορούσε άλλες περιοχές της Ουκρανίας. Είπατε ότι μετά την πρώτη συντριβή της σετς του Ζαπορόζιε από τα ρωσικά στρατεύματα το 1709, οι Ουκρανοί κοζάκοι που κατέφυγαν στο προτεκτοράτο του χάνου της Κριμαίας, επέστρεψαν στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Πως το αντιμετώπισαν αυτό οι Ουκρανοί χέτμαν Ιβάν Μαζέπα και Φίλιππος Όρλικ, οι οποίοι τέθηκαν επικεφαλής αυτών των πρώτων Ουκρανών εμιγκρέδων; Αυτοί ήταν από τους πρώτους που επέστρεψαν υπό το ωμοφόριο του Οικουμενικού Πατριάρχου και μαζί με αυτούς και οι κοζάκοι. Παρά την επιβολή στον Μαζέπα αντικανονικού αναθέματος από την Ρωσική Εκκλησία, οι εκπρόσωποι του Οικουμενικού Πατριαρχείου δεν το αναγνώρισαν, εφόσον είχε τεθεί για πολιτικούς λόγους, ως μέσο πολιτικών και ιδεολογικών διώξεων και ουδεμία θεολογική ή κανονική αιτία υφίστατο. Στην πόλη Μπεντέρα όπου είχε καταφύγει ο Μαζέπα, εξομολογείτο ελεύθερα στους κληρικούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Και ήταν αυτοί που του έδωσαν άφεση αμαρτιών λίγο πριν πεθάνει και έψαλαν την εξόδιο ακολουθία. Ετάφη στην ορθόδοξη εκκλησία του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην μικρή πόλη Βάρνιτσα και στη συνέχεια το σώμα του μεταφέρθηκε στο Γαλάτσι, όπου στο καθολικό της μονής του Αγίου Γεωργίου ο επιτόπιος μητροπολίτης τέλεσε την εξόδιο ακολουθία. Αυτός ο μητροπολίτης ήταν ιεράρχης του οικουμενικού Πατριαρχείου. Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε ότι ο Ιβάν Μαζέπα εκοιμήθη παραμένοντας πιστός στην Μητέρα Εκκλησία, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο! Πολύ ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα πολύτιμο ιστορικό έγγραφο, γνωστό ως το πρώτο Ουκρανικό Σύνταγμα της 5ης Απριλίου 1710. Επρόκειτο για ένα ιδιόρρυθμο συνταγματικό συμφωνητικό ανάμεσα στον εκλεγέντα μετά τον θάνατο του Μαζέπα χέτμαν Φίλιππο Ορλίκ και όλο τα στράτευμα του Ζαπορόζιε. Στην πρώτη παράγραφο αυτού του πρώτου ουκρανικού συντάγματος αναφερόταν η υποχρέωση αποκαταστάσεως της δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου επί της μητροπόλεως Κιέβου καθώς και του τίτλου των μητροπολιτών Κιέβου ως έξαρχων των Οικουμενικών Πατριαρχών. Βλέπουμε λοιπόν ότι στο πρώτο άρθρο του Συντάγματος του χέτμαν Φιλίππου Ορλίκ και του στρατεύματος του Ζαπορόζιε, ως διαθήκη για όλες τις επόμενες γενεές των Ουκρανών, αναφερόταν η υποχρέωση να επιστρέψει η μητρόπολη Κιέβου στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και να αποκατασταθούν τα δικαιώματα των μητροπολιτών Κιέβου ως έξαρχων του Οικουμενικού Πατριάρχου. Για αυτό και δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι οι πρόεδροι της σύγχρονης Ουκρανίας προσπαθούσαν και προσπαθούν να εκπληρώσουν αυτή την διαθήκη, ξεκινώντας εκ νέου τον διάλογο με την Μητέρα Εκκλησία, το οικουμενικό Πατριαρχείο. Σήμερα και συγκεκριμένα στον 20ο αι. υφίσταται σε κάποιες περιοχές της Ουκρανίας η δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνπόλεως; Ναι, συγκεκριμένα στην Υπερκαρπαθία. Και αυτό έχει μεγάλη σημασία. Η Υπερκαρπαθία μέχρι την εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων κατοχής στα μέσα του 20ου αι., ιστορικά και κανονικά υπαγόταν στην δικαιοδοσία ακριβώς του Οικουμενικού Πατριαρχείου και αυτή η περιοχή ποτέ δεν αποτελούσε «κανονικό έδαφος» του πατριαρχείου Μόσχας. Στην αρχή της συζητήσεώς μας είχαμε πει ότι, το μέλος της Ι.Σ. της Εκκλησίας της Ρωσίας μητροπολίτης Αντώνιος (Χραποβίτσκι), επιθυμώντας να οργανώσει την διαποίμανση των ορθοδόξων σε αυτές τις περιοχές της Ουκρανίας, ζήτησε με επιστολή του την άδεια και την ευλογία του Οικουμενικού Πατριάρχου καθώς και την απόδοση σε αυτόν του τίτλου του Έξαρχου του Οικουμενικού Πατριάρχου στην Γαλικία και στην Υπερκαρπαθία. Με άλλα λόγια, η ίδια η Σύνοδος τα Εκκλησίας της Ρωσίας αναγνώριζε σε αυτές τις περιοχές την δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ενώ ένας από τους κορυφαίους της ιεράρχες χρησιμοποιούσε τον τίτλο του Έξαρχου του Οικουμενικού Πατριάρχου στην Γαλικία και στην Υπερκαρπαθία. Στην βάση αυτού του ιστορικού και κανονικού δικαιώματος σχετικά με τις ορθόδοξες επαρχίες στις περιοχές της Δυτικής Ουκρανίας και Δυτικής Λευκορωσίας που είχε καταλάβει η Πολωνία, ο Οικουμενικός Πατριάρχης εξέδωσε στις 13 Νοεμβρίου 1924 τον Τόμο αποδόσεως της αυτοκεφαλίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία Πολωνίας. Αυτός ο Τόμος αναιρούσε την πράξη του 1686, σύμφωνα με την οποία η καθέδρα του Κιέβου ετέθη υπό την προσωρινή τοποτηρητεία του πατριάρχου Μόσχας. Ο Τόμος του Οικουμενικού Πατριάρχου του 1924 επιβεβαιώνει ότι αυτή η ένωση ήταν αντικανονική και το πατριαρχείο Μόσχας δεν τήρησε τις απαιτήσεις που προβλέπονταν από την πράξη του 1686, σύμφωνα με τις οποίες η μητρόπολη Κιέβου έπρεπε να διατηρήσει το δικαίωμα της αυτονομίας και την κανονική σχέση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η αυτοκέφαλη Εκκλησία Πολωνίας (ουσιαστικά της Δ. Ουκρανίας και Λευκορωσίας) ανακηρύχθηκε νόμιμος κληρονόμος της ιστορικής αυτόνομης μητροπόλεως Κιέβου και Γαλικίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ας σημειώσουμε δε ότι, σε αυτήν ανήκε η Λάβρα της Κοιμήσεως του Ποτσάεφ, ηγούμενος της οποίας θεωρείτο ο προκαθήμενος της αυτοκεφάλου Ορθοδόξου Εκκλησίας Πολωνίας, ο μητροπολίτης Βαρσοβίας και πάσης Πολωνίας. Στην διάρκεια της γερμανικής κατοχής, από τα τμήματα των επαρχιών της Εκκλησίας Πολωνίας στην Δ. Ουκρανία με την απόφαση του προκαθημένου της μητροπολίτου Βαρσοβίας Διονυσίου (Βαλεντίνσκι) από 24ης Δεκεμβρίου 1941, δημιουργήθηκε ήδη το 1941 η «Διοίκηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας στις ελεύθερες περιοχές της Ουκρανίας» με επικεφαλής τον μητροπολίτη Λουτσκ Πολύκαρπο (Σικόρσκι), κανονικό επίσκοπο της αυτοκεφάλου Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Πολωνία. Συχνά την Διοίκηση την ονομάζουν «Αυτοκέφαλη Ορθόδοξος Εκκλησία Ουκρανίας», όμως αυτό δεν είναι απολύτως σωστό, διότι επρόκειτο για την διεύρυνση της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας της αυτοκεφάλου Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Πολωνία στις κατεχόμενες από τους Γερμανούς περιοχές της Ουκρανίας, η οποία στηριζόταν στο γεγονός ότι η Εκκλησία στην Πολωνία έλαβε το αυτοκέφαλο στην βάση της μητροπόλεως Κιέβου. Εκτός αυτού, τοποτηρητής του κιεβινού μητροπολιτικού θρόνου ανακηρύχθηκε τότε ο μητροπολίτης Βαρσοβίας Διονύσιος, ως ο κανονικός προκαθήμενος της αυτοκεφάλου Ορθοδόξου Εκκλησίας στο έδαφος της Πολωνίας, Ουκρανίας και Λευκορωσίας, αναγνωρισμένος από τον Οικουμενικό Θρόνο και από τις άλλες κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες. Αυτό σε ότι αφορά την Γαλικία, Βολίν, Ποντόλγιε και άλλες περιοχές της Ουκρανίας. Ας επιστρέψουμε όμως στην Υπερκαρπαθία… Εδώ η κατάσταση εξελισσόταν κάπως διαφορετικά. Μετά την διάλυση της Αυστροουγγαρίας η ουκρανική Υπερκαρπαθία δόθηκε στην Τσεχοσλοβακία. Οι δε ορθόδοξες ενορίες της περιοχής αυτής υπάγονταν κανονικά στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και για ένα σύντομο χρονικό διάστημα στις αρχές του 20ου αι. στο πατριαρχείο Σερβίας. Στις 4 Μαρτίου του 1923 επί πατριαρχίας Μελετίου Δ΄, η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου εξέλεξε Αρχιεπίσκοπο Πράγας τον απόφοιτο της Θεολογικής Ακαδημίας του Κιέβου Σαββάτιο (Βραμπέτς, 1880-1959) και αποφάσισε την ένταξη των ορθοδόξων ενοριών της Υπερκαρπαθίας στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Έκτοτε οι κανονικές ουκρανικές ενορίες της Υπερκαρπαθίας παρέμειναν σε μόνιμη πλέον βάση στην δικαιοδοσία στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στην οποία και ευρίσκονταν πριν την άφιξη των σοβιετικών κατοχικών στρατευμάτων. Στις 9 Νοεμβρίου 1939 ο Έξαρχος του Οικουμενικού Πατριάρχου αρχιεπίσκοπος Σαββάτιος ανακοίνωσε στον ιερέα Μιχαήλ Ποπώφ ότι προτίθεται να τον χειροτονήσει επίσκοπο ή γενικό βοηθό για την Υπερκαρπαθία και την Ουγγαρία. Στις 26 Σεπτεμβρίου 1940 ο Σαββάτιος εξέδωσε εγκύκλιο, σύμφωνα με την οποία ο ιερέας Μ. Ποπώφ διοριζόταν πρωτοσύγκελος της Ορθοδόξου Εκκλησίας Υπερκαρπαθίας και Ουγγαρίας στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του αποδιδόταν το οφίκιο του πρωτοπρεσβυτέρου. Σε μια επιστολή του προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βενιαμίν με ημερομηνία 5 Οκτωβρίου 1940, ο αρχιεπίσκοπος Σαββάτιος παρακαλούσε να χειροτονηθεί επίσκοπος ο πρωτοπρεσβύτερος Μιχαήλ για την Ορθόδοξο Εκκλησία της Υπερκαρπαθίας και Ουγγαρίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Όμως στις 30 Μαΐου 1942 οι Γερμανοί συνέλαβαν τον αρχιεπίσκοπο Σαββάτιο και τον έστειλαν στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως Νταχάου όπου παρέμεινε 3 χρόνια (1942-1945). Μετά την απελευθέρωσή του δεν του επετράπη να επιστρέψει στα καθήκοντά του, διότι αρνήθηκε να διακόψει την κανονική του εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Μέχρι την κοίμησή του στις 14 Δεκεμβρίου 1959 υπέστη συνεχής διώξεις και πιέσεις από το κομμουνιστικό καθεστώς. Τραγικότερη ήταν η μοίρα του πρωτοσυγκέλου της επαρχίας Υπερκαρπαθίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου πρωτοπρεσβύτερου Μιχαήλ Ποπώφ. Στις 13 Ιουνίου 1944 συλλαμβάνεται από τους ναζί με την υποψία ότι βάπτιζε Εβραιόπουλα. Στα τέλη του 1944 ο π. Μιχαήλ στάλθηκε στην Γερμανία σε καταναγκαστικά έργα, όμως κατά την μεταφορά του κατόρθωσε να δραπετεύσει. Στις Απριλίου 1947 ο π. Μιχαήλ συνελήφθη στην Βουδαπέστη τώρα από τα σοβιετικά όργανα ασφαλείας, την NKVD. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1949 καταδικάστηκε σε 25 χρόνια φυλακής με την κατηγορία της «αντισοβιετικής προπαγάνδας». Τον έστειλαν σε ένα στρατόπεδο της Σιβηρίας, στο οποίο κατά πάσα πιθανότητα πέθανε ως μάρτυρας της πίστεως του Χριστού. Δηλαδή με άλλα λόγια, οι κανονικές δομές του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Υπερκαρπαθία λειτουργούσαν μέχρι το 1946? Μάλιστα, ακριβώς μέχρι το 1946. Και αυτές προσαρτήθηκαν δια της βίας στο Πατριαρχείο Μόσχας με την βοήθεια της NKVD. Όσοι δε αρνήθηκαν διώχθηκαν και εξοντώθηκαν γενόμενοι μάρτυρες της πίστεως του Χριστού. Έχει σημασία να τονίσουμε ότι, η Κωνπολη ουδέποτε και με ουδεμία απόφαση αναγνώρισε την εξόντωση από το κομμουνιστικό καθεστώς των Υπερκαρπαθίων επαρχιών της και την προσάρτησή τους σε άλλη δικαιοδοσία. Αυτή η προσάρτηση ήταν αντικανονική και βίαιη και δεν συνέβη πριν 300 χρόνια, αλλά το 1946. Τον απόηχο της παραμονής της Υπερκαρπαθίας υπό τον ωμοφόριο του Οικουμενικού Πατριάρχου αποτελεί η αυτόνομη Ορθόδοξη επαρχία των Καρπαθορώσων, η οποία λειτουργεί μέχρι σήμερα στις ΗΠΑ στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Προκαθήμενος αυτής είναι ο επίσκοπος Νύσσης Γρηγόριος (Τάτσης). (…) Βλέπουμε λοιπόν ότι η ανάπτυξη της δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ουκρανία και στην ουκρανική διασπορά έχει μια απευθείας ιστορική και κανονική διαδοχή. Για αυτό και όλες οι κατηγορίες σε βάρος της Κωνπόλεως περί «εισπηδήσεως σε ξένα εδάφη» είναι αστήρικτες, εφόσον τόσο από το 860 μέχρι το 988, όσο και από το 1686 και μέχρι το 1946 η Κωνπολη είχε πάντα σε διάφορες περιοχές της σύγχρονης Ουκρανίας τις κανονικές της δομές. Για αυτό και έχει σημασία να μιλάμε όχι μόνο για την πράξη του 1686, αλλά και για μεταγενέστερα προηγούμενα αναπτύξεως της δικαιοδοσίας της Κωνπόλεως στις διάφορες περιοχές της Ουκρανίας. Πως μπορούμε να εξηγήσουμε το γεγονός ότι αυτή την συγκεκριμένη στιγμή το Πατριαρχείο Κωνπόλεως θυμήθηκε ότι η Ουκρανία αποτελούσε και αποτελεί κανονικό του έδαφος; Δεν είναι ακριβώς έτσι. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο το υπογράμμιζε αυτό επανειλημμένως. Είναι όμως φανερό ότι, όσο η Ουκρανία δεν ήταν ένα ανεξάρτητο κράτος και ανήκε στην Ρωσική αυτοκρατορία ή στην κομμουνιστική ΕΣΣΔ, θα ήταν ανώφελο να μιλήσουμε για αυτό. Όμως είναι εντελώς διαφορετικό όταν η Ουκρανία απέκτησε την κρατική της ανεξαρτησία… Αν και σε αυτήν ακόμα την πράξη του 1686 σχετικά με την μεταβίβαση της κιεβινής καθέδρας στην προσωρινή κηδεμονία των πατριαρχών Μόσχας, τονιζόταν ότι οι μητροπολίτες Κιέβου όφειλαν να αναγνωρίζουν την εξουσία του Οικουμενικού Πατριάρχου, να μνημονεύουν υποχρεωτικά το όνομα του σε όλες τις ακολουθίες και να παραμένουν έξαρχοι του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Όπως ήδη είπαμε, ο τόμος του Οικουμενικού Πατριάρχου από 13ης Νοεμβρίου 1924 σχετικά με το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας Πολωνίας ακύρωνε την πράξη του 1686, για τον λόγο ακριβώς ότι αυτή η προσάρτηση ήταν αντίθετη προς τους κανόνες και επειδή το Πατριαρχείο Μόσχας δεν τηρούσε τις προβλεπόμενες από την πράξη του 1686 υποχρεώσεις. Αυτή η θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου σχετικά με την Ουκρανία παραμένει η ίδια μέχρι σήμερα. Στην από 10ης Ιανουαρίου 1991 επιστολή του προς τον Πατριάρχη Μόσχας Αλέξιο Β΄, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος έγραφε: «Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγνωρίζει μόνο μια κανονική Ορθόδοξη Εκκλησία εντός των καθορισμένων υπό της Πατριαρχικής και Ιεράς Συνόδου του 1593 ορίων της Αγιωτάτης ημών Εκκλησίας». Ως γνωστόν, εντός αυτών των ορίων αναγνωρίζονταν στην δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας μόνο οι ΒΑ επαρχίες της Μοσχοβίας, ενώ οι επαρχίες της μητροπόλεως Κιέβου (Ουκρανίας, Λευκορωσία, Λιθουανία και Πολωνία), βάσει των καθορισμένων το 1593 ορίων, εντάσσονταν υπό το καθεστώς διευρυμένης αυτονομίας στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Δηλαδή ουσιαστικά στην επιστολή του ο Πατριάρχης Δημήτριος έλεγε ότι, σύμφωνα με τα προσδιορισθέντα το 1593 όρια η μητρόπολη Κιέβου παρέμενε στα κανονικά όρια του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αυτή ακριβώς η θέση εκφράσθηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο στην πρόσφατη Σύναξη των Αρχιερέων του Θρόνου στην Κωνπολη από 1-3 Σεπτεμβρίου 2018. Δηλαδή δεν ειπώθηκε κάτι καινούργιο. Όπως υποστήριζε το Οικουμενικό Πατριαρχείο ότι η Ουκρανία εξ απόψεως ιστορικής και κανονικής ήταν και παραμένει κανονικό του έδαφος, το ίδιο υποστηρίζει με συνέπεια και σήμερα. Για αυτό και η δυσαρέσκεια των εκπροσώπων της θυγατέρας Εκκλησίας της Ρωσίας σχετικά με την θέση της Μητρός Εκκλησίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στερείται οποιασδήποτε βάσεως. Ελπίζουμε ότι μετά από μια βαθύτερη μελέτη αυτού του ζητήματος, αυτή η άδικη δυσαρέσκεια θα παρέλθει. Σεβασμιώτατε, με την βοήθειά σας κάναμε μια ωφέλιμη περιήγηση στο ιστορικό παρελθόν που είχαμε λησμονήσει. Όμως τελειώνοντας θα ήθελα να ρωτήσω, τινί τρόπο υπό τις σημερινές συνθήκες το Οικουμενικό Πατριαρχείο μπορεί να επιλύσει αυτό το πολύπλοκο και δύσκολο ουκρανικό εκκλησιαστικό πρόβλημα; Μόνο δια της οδού της προσευχής, του διαλόγου της αγάπης, της τηρήσεως των κανόνων και της αποκαταστάσεως της ιστορικής δικαιοσύνης. Χρειάζεται να ερευνήσουμε και να επανεξετάσουμε το παρελθόν, να απαλλαγούμε από τους τεχνητούς μύθους και τις διαστρεβλώσεις της ιστορίας, να διορθώσουμε τα λάθη του παρελθόντος, την παραβίαση των κανόνων και να στρέψουμε το πρόσωπό μας στην αλήθεια. Διότι όπως διαβάζουμε και στην Αγία Γραφή: «και έσται τα έργα της δικαιοσύνης ειρήνη» (Ησαΐας, 32, 17). Προσωπικά πιστεύω ότι, λαμβανομένης υπόψη της σημερινής καταστάσεως στην Ουκρανία, μόνο η χορήγηση του κανονικού αυτοκεφάλου στην Ορθόδοξη Εκκλησία Ουκρανίας θα μπορέσει να βοηθήσει στην υπέρβαση των υφισταμένων προβλημάτων και σχισμάτων, να ειρηνεύσει και να απομακρύνει από αυτή την φοβερή κρίση, στην οποία βρέθηκε τα τελευταία 30 χρόνια. Και αυτό θα αποτελούσε την αποκατάσταση της ιστορικής δικαιοσύνης. Έχουμε πολύ δουλειά μπροστά μας. Ευρισκόμαστε μόλις στην αρχή αυτής της μεγάλης ιστορικής πορείας και θα συναντήσουμε ακόμα πολλά εμπόδια. Ο διάλογος μόλις ξεκίνησε. Δεν πρέπει να κάνουμε βεβιασμένες κινήσεις. Και εδώ είναι μεγάλη η ευθύνη και η υποχρέωση εκ μέρους της Μητρός Εκκλησίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Θα υπογραμμίσω για μια εισέτι φορά ότι, το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι υποχρεωμένο να λάβει όλα τα εξαρτώμενα από αυτό μέτρα σύμφωνα με τις κανονικές του προτεραιότητες για να εξασφαλίσει την εκκλησιαστική ενότητα και να μην επιτρέψει την περαιτέρω παραμονή εκατομμυρίων ορθοδόξων Ουκρανών εκτός της κανονικής Εκκλησίας. Ο ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι η διακονία της ενότητας ολοκλήρου της Ορθοδόξου Εκκλησίας και όχι μόνο κάποιου τμήματος αυτής. Και εφόσον η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ουκρανία είναι διηρημένη σε πολλά μέρη, τότε και η υποχρέωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ως Μητρός Εκκλησίας, είναι η αναζήτηση με την βοήθεια του διαλόγου τα βέλτιστα μέσα της κανονικής οικονομίας για την αποκατάσταση της ενότητας. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο η Ι. Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου απέστειλε στην Ουκρανία τους έξαρχους της, ώστε μέσω του ειλικρινούς διαλόγου με όλες τις πλευρές να βοηθήσουν στην εξεύρεση μιας κοινής γλώσσας και να καταλήξουν σε μια συμφωνία. Δεν μπορούμε να μοιράζουμε το σώμα του Χριστού. Αυτό δεν ανήκει στην Μόσχα, στο Κίεβο ή σε κάποιον άλλο. Δεν μπορεί να υπάρξει Εκκλησία του «ρωσικού κόσμου» ή κάποιου άλλου. Στην Οικουμενική Εκκλησία, ως του μυστικού Σώματος του Χριστού, έχουν δικαίωμα να ανήκουν όλοι, όσοι επιθυμούν ειλικρινά να είναι με τον Χριστό, ανεξάρτητα από τις εθνικές ή πολιτικές πεποιθήσεις τους. Είναι καιρός να σταματήσουν όλες αυτές οι αυτοκρατορικές φιλοδοξίες και εικασίες. Και η αλήθεια είναι ότι σήμερα υπάρχουν εκατομμύρια ορθοδόξων πιστών στην Ουκρανία που δεν πρόκειται να πάνε με την Μόσχα. Αυτό το καταλαβαίνουν όλοι. Και το να μην τους επιτρέπουν εξ αιτίας αυτού να φθάσουν στον Χριστό, να τους αφορίζουν και να τους αφαιρούν την δυνατότητα σωτηρίας δεν είναι χριστιανικό, δεν είναι κανονικό. Πρέπει να αναζητηθούν άλλες αποδεκτές οδοί επιλύσεως αυτού του προβλήματος, χρησιμοποιώντας τους ιερούς κανόνες, την οικονομία και την αγάπη. Κρίμα που οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας Ουκρανίας του Πατριαρχείου Μόσχας αρνούνται προς το παρόν τον διάλογο με τους εκπροσώπους του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των άλλων τμημάτων των ουκρανικών εκκλησιών. Οι αρνητικές δηλώσεις σχετικά με αυτές τις αδελφικές συναντήσεις και τον διάλογο, ο εκβιασμός της ευχαριστιακής ενότητας και η απαγόρευση συλλειτουργίας με τους ιεράρχες του Οικουμενικού Πατριαρχείου απλά οδηγούν σε αδιέξοδο και χειροτερεύουν έτι περισσότερο την κανονική τους θέση. Ελπίζω ότι αυτό είναι προσωρινό και ότι οι αδελφοί μας από την Ορθόδοξη Εκκλησία Ουκρανίας του Πατριαρχείου Μόσχας θα συνειδητοποιήσουν ότι αυτή είναι μια λανθασμένη οδός και θα ανοίξουν τις καρδιές τους στον διάλογο και στην αδελφική εν Χριστώ ένωση. Το ίδιο και οι εκπρόσωποι των άλλων τμημάτων των Ουκρανικών Εκκλησιών, οι οποίες για διάφορους λόγους δεν ευρίσκονται προς το παρόν σε κοινωνία με την Οικουμενική Ορθοδοξία. Η εν Χριστώ ενότητα θα πρέπει να αποτελεί τον κυριότερό μας σκοπό, διότι αυτή ήταν η διαθήκη του ίδιου του Χριστού: (…) (Ιωάν. 17, 21). Και (…) (Ιωάν. 13, 35). ΟυκρανίαΌπως είχε πει με αυτή την αφορμή ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος: «Το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι υποχρεωμένο να υπενθυμίζει σε όλους τον συνοδικό και οικουμενικό χαρακτήρα της Εκκλησίας, κηρύττοντας το πνεύμα της καταλλαγής, το οποίο υπερβαίνει τις συγκρούσεις και υπηρετεί την ενότητα της Ορθοδοξίας». Θεωρώ ότι ο διάλογος είναι η μοναδική σωστή οδός. Ο απόστολος Παύλος μας καλούσε: (…) (Κορ. Α΄, 11, 19). Και όπως έγραφε ο ιερός Αυγουστίνος: «Το πρωτεύον είναι η ενότητα, το δευτερεύον η ελευθερία, τα πάντα είναι η αγάπη». https://panorthodoxcemes.blogspot.com/2018/10/blog-post_5.html?m=1