Η ελληνική γλώσσα και παράδοση στις σημαντικές ΠΑΠΙΚΕΣ ΤΕΛΕΤΕΣ
Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΤΟΥ ΠΑΠΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΛΛΕΓΙΟΥ ΣΤΙΣ ΠΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΤΕΛΕΤΕΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑ χρονολογείται από την εποχή του Πάπα Σίξτου Ε΄ (1585–1590), ο οποίος παραχώρησε στο Κολλέγιο το προνόμιο να ψάλλει στα ελληνικά την Αποστολική ανάγνωση και το Ευαγγέλιο κατά τις παπικές πανηγυρικές λειτουργίες.
Ωστόσο, η χρήση και των δύο λειτουργικών γλωσσών — λατινικής και ελληνικής — στη λειτουργία του επισκόπου Ρώμης ξεκινά ήδη από τα τέλη του 7ου – αρχές του 8ου αιώνα, όταν στη Ρώμη υπηρέτησαν αρκετοί πάπες με ανατολική καταγωγή. Οι διώξεις των εικονολατρών και οι καταπιέσεις από τους Αββασίδες χαλίφηδες στην Ανατολή προκάλεσαν τη φυγή πολλών ελληνόφωνων χριστιανών προς τη Δύση.
Ο Αναστάσιος ο Βιβλιοθηκάριος, που έζησε τον 9ο αιώνα, αναφέρει ότι ο Πάπας Βενέδικτος Γ΄ (855–858), αν και Ρωμαίος στην καταγωγή, φρόντισε να δημιουργηθεί ένας κώδικας, στον οποίο καταγράφηκαν στα ελληνικά και στα λατινικά οι προφητείες που διαβάζονται στη ρωμαϊκή λειτουργία το Μέγα Σάββατο και το Σάββατο πριν την Πεντηκοστή.
Από τον «Ordo Romanus I» και αργότερα από τον «Ordo Romanus X» του 11ου αιώνα, μαθαίνουμε ότι η προφητεία διαβαζόταν πρώτα στα λατινικά και μετά, αν το έκρινε ο Πάπας σκόπιμο, επαναλαμβανόταν στα ελληνικά.
Στη Σύνοδο της Πίζας το 1409, κατά τη στέψη του Πάπα Αλεξάνδρου Ε΄ — λατινικού τυπικού αλλά καταγόμενου από την Κρήτη — το Ευαγγέλιο και η Αποστολική ανάγνωση ψάλθηκαν στα λατινικά, ελληνικά και εβραϊκά. Κατά τη στέψη του Πάπα Νικολάου Ε΄ το 1447, ένας καρδινάλιος διάβασε το Ευαγγέλιο στα λατινικά και ένας αρχιμανδρίτης Βασιλειανός στα ελληνικά.
Το 1586 ο Πάπας Σίξτος Ε΄ κατήργησε τα αξιώματα του Έλληνα διακόνου και υποδιακόνου και τα ανέθεσε σε φοιτητές του Ελληνικού Κολλεγίου. Με αυτή την απόφαση, ο Πάπας εξέφρασε τον σεβασμό του προς το Κολλέγιο. Από τότε, οι τίτλοι του διακόνου και υποδιακόνου του ελληνικού τυπικού συνδέθηκαν άρρηκτα με το Κολλέγιο, και μέχρι το 1870, κατά τις παπικές τελετές, ειδική άμαξα από το Αποστολικό Παλάτι μετέβαινε στο Κολλέγιο για να παραλάβει τους λειτουργούς.
Το 1724 ο Πάπας Βενέδικτος ΙΓ΄ επανέφερε την παλαιά παράδοση: την ανάγνωση της πρώτης προφητείας του Μεγάλου Σαββάτου στα ελληνικά από φοιτητή του Ελληνικού Κολλεγίου, καθώς και την εναλλασσόμενη ανάγνωση των προφητειών το Σάββατο πριν την Πεντηκοστή στα λατινικά και στα ελληνικά.
Ο ίδιος ο Πάπας επιθυμούσε οι Έλληνες κληρικοί να τελούν τη Λειτουργία με τα δικά τους (ανατολικά) άμφια και όχι με λατινικά. Ακόμη και τη Μεγάλη Παρασκευή του 1725, διέταξε να διαβαστούν ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο στα ελληνικά.
Από το 1896, με την έλευση των Βενεδικτίνων στο Ελληνικό Κολλέγιο επί Πάπα Λέοντος ΙΓ΄, επανήλθε η σταθερή συμμετοχή δύο σεμιναριστών του Κολλεγίου στις παπικές τελετές. Καθ’ όλο τον 20ό αιώνα — αλλά και σήμερα — η συμμετοχή του Παπικού Ελληνικού Κολλεγίου στις παπικές τελετές περιλαμβάνει τη ψαλμωδία του Αποστόλου και του Ευαγγελίου στα ελληνικά κατά τη Λειτουργία του Μυστικού Δείπνου τη Μεγάλη Πέμπτη, καθώς και την ψαλμωδία του Ευαγγελίου στα ελληνικά κατά τις αγιοποιήσεις, ιδιαίτερα στις πανηγυρικές τελετές, και στη νεκρώσιμη ακολουθία Πάπα, όπου ψάλλεται επίσης το Τρισάγιο στα ελληνικά. Το ίδιο ισχύει και για τη Λειτουργία έναρξης του παπικού αξιώματος του Επισκόπου Ρώμης.
Αναφέρονται επίσης δύο ξεχωριστές λειτουργικές τελετές με άμεση συμμετοχή του Ελληνικού Κολλεγίου: το 1908 και το 1925.
Στις 12 Φεβρουαρίου 1908, στην Αίθουσα των Ευλογιών, παρουσία του Πάπα Πίου Ι΄, τελέστηκε παπική πανηγυρική λειτουργία για τα 1500 χρόνια από την κοίμηση του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Τη Λειτουργία προεξήρχε ο Έλληνας μελχίτης Πατριάρχης Αντιοχείας Κύριλλος Η΄ Γεά, και ο χορός και οι λειτουργοί ήταν από το Παπικό Ελληνικό Κολλέγιο της Ρώμης.
Στον πρόλογο του ειδικού τελετουργικού φυλλαδίου που εκδόθηκε, αναφέρεται ότι λόγω έλλειψης ελεύθερης Αγίας Τραπέζης στην αίθουσα — δηλαδή μη προσκολλημένης στον τοίχο, ώστε να είναι δυνατή η κυκλική κίνηση κατά την βυζαντινή τελετουργία — εγκαταστάθηκε άλλη ελεύθερη Αγία Τράπεζα. Μπροστά της τοποθετήθηκαν δύο αναλόγια με εικόνες του Χριστού και της Θεοτόκου, και δίπλα τους τρίτο αναλόγιο με εικόνα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
Ενδιαφέρον είναι ότι στον πρόλογο του φυλλαδίου αναφέρεται:
«Οι λειτουργοί πρέπει να τηρούν πλήρως το ελληνικό τελετουργικό… Ο Άγιος Ποντίφικας, ως ανώτατος ηγέτης όλων των τελετουργιών, θα προεδρεύει επίσης στην ελληνική λειτουργική σύναξη, στην οποία έχουν ανατεθεί συγκεκριμένες ιερές πράξεις».
Οι κύριες εκδηλώσεις σεβασμού και δικαιοδοσίας… Ο Πάπας θα χρησιμοποιήσει την ελληνική λειτουργική γλώσσα…
Το κείμενο της Θείας Λειτουργίας του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου που χρησιμοποιήθηκε ετοιμάστηκε το 1907 από έναν από τους καθηγητές του Παπικού Ελληνικού Κολλεγίου, τον π. Πλάσιδο ντε Μέεστερ, Βενεδικτίνο μοναχό (osb).
Η δεύτερη λειτουργία που αξίζει να αναφερθεί πραγματοποιήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1925 για τα 1600 χρόνια από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας (325). Και πάλι προεξήρχε ο Πάπας — Πίος ΙΑ΄ — και βασικός λειτουργός επρόκειτο να είναι ο Πατριάρχης Αντιοχείας των Μελχιτών Δημήτριος Καδή, ο οποίος όμως απεβίωσε αιφνιδίως στις 26 Οκτωβρίου στη Δαμασκό. Τη θέση του έλαβε ο Ρουμάνος Ελληνοκαθολικός Μητροπολίτης Φαγκαράς Βασίλειος Σούτσου.
Η Λειτουργία τελέστηκε στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου και, όπως το 1908, τοποθετήθηκε ελεύθερη Αγία Τράπεζα μπροστά από τον τάφο του Αποστόλου, με αναλόγια που σχημάτιζαν μια μορφή τέμπλου.
Και στις δύο τελετές — σύμφωνα με τους προλόγους των αντίστοιχων φυλλαδίων — τονίζεται ότι η ελληνική Λειτουργία τελέστηκε πλήρως, χωρίς καμία προσθήκη ή ανάμιξη με τη ρωμαϊκή παράδοση.
Ο Πάπας — Πίος Ι΄ στην πρώτη και Πίος ΙΑ΄ στη δεύτερη — προήδρευε από θρόνο τοποθετημένο στα αριστερά του βωμού (από τη σκοπιά του πιστού), φορούσε λατινικά άμφια και τιάρα, και έδινε την ευλογία στα ελληνικά.
Όπως αναφέρθηκε στην αρχή, η παρουσία του ανατολικού στοιχείου στη Λειτουργία έναρξης του Παπικού αξιώματος του Πάπα Λέοντος ΙΔ΄ αναδεικνύει, με τη χρήση διαφόρων γλωσσών — κυρίως λατινικής και ελληνικής — τον αληθινά καθολικό (οικουμενικό) χαρακτήρα του λειτουργικού εορτασμού.
Συντάχθηκε και γράφτηκε από τον Επίσκοπο Μανουήλ Νιν το 2013, αλλά παραμένει επίκαιρο και ενδιαφέρον και στις ημέρες της έναρξης του παπικού αξιώματος του Πάπα Λέοντος ΙΔ΄.
† Επίσκοπος Μανουήλ Νιν
Αποστολικός Έξαρχος